ἑκατόμβοιος
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
ἑκατόμβοιον
A, (βοῦς) worth a hundred oxen, Il.2.449, etc.: expld. as worth 100 pieces of money, the ancient coins being stamped with an ox, Eust.252.18, EM320.47.
II ἑκατόμβοια (sc. ἱερά), τά, festival at which hecatombs were offered, SIG 36.36 (Delph., V B.C.), 82.6 (Delph., V B.C.), BCH29.243 (Delos), IG 5(2).142 (Tegea), Str.8.4.11 codd.: dat. Ἑκατομβούοις (sic) Schwyzer 91.19 (Argos).
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτόμβοιος) -ον
que vale cien reses, e.e., muy valioso de los borlones de oro que penden de la égida de Atenea Il.2.449, τεύχε' Il.6.236, ἑκατόμβοιον δέ τοι ἦλφον te granjeé el valor de cien reses del precio de un príncipe troyano vendido como esclavo por Aquiles Il.21.79
•interpr. erróneamente como que vale cien monedas por llevar acuñada la efigie de un buey, Eust.252.18, EM 320.47G.
German (Pape)
[Seite 752] hundert Rinder wert; τεύχεα Il. 6, 236, nach Eust. hundert Goldstücke wert, die mit einem Rinde geprägt sind, vgl. Plut. Thes. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au prix de cent bœufs, par hyperbole pour très cher ; τὸ ἑκατόμβοιον prix de cent bœufs ; abs. prix de deux mines, càd de 200 drachmes attiques.
Étymologie: ἑκατόμβη.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατόμβοιος: ценою в сто быков (θύσανοι ἑ. ἕκαστος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόμβοιος: -ον, (βοῦς) «ἑκατὸν βοῶν τιμῆς ἄξιος» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 449., Ζ. 236., Φ. 79: - «ἑκατόμβοιος δὲ ὁ ἑκατὸν ἤτοι πολλῶν βοῶν ἄξιος, τουτέστι ζῴων· ἐκ γὰρ τῶν βοῶν, μέρους ἑνός, πάντα δηλοῖ τὰ τετράποδα, δι’ ὧν αἱ συναλλαγαὶ τοῖς παλαιοῖς· τίμιος δὲ ἐκείνοις ὁ βοῦς..., ἀπὸ δὲ τοῦ τοιούτου ζῴου ἐλέχθησάν ποτε βόες καὶ τὰ νομίσματα, διότι καὶ βοῦν ἐξετύπουν ἐν αὐτοῖς καὶ μάλιστα οἱ Ἀθηναῖοι τιμῶντες τὸ ζῷον» Εὐστ. 252. 18, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 25· ὁ ἑκατὸν χρυσῶν νομισμάτων ἄξιος, Ἐτυμολ. Μ. 320. 47. ΙΙ. ἑκατόμβοια (ἐνν. ἱερά), τά, ἑορτή, καθ’ ἣν ἑκατόμβαι προσεφέροντο, Συλλ. Ἐπιγρ. 1515α. 23, Στράβων 362· πρβλ. ἑκατομβαῖος.
English (Autenrieth)
worth a hundred oxen; ‘the value of a hundred oxen,’ ἑκατόμβοιον, Il. 21.79. (Il.)
Greek Monolingual
ἑκατόμβοιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αξία εκατό βοδιών ή εκατό χρυσών νομισμάτων που έχουν παράσταση βοδιών.
Greek Monotonic
ἑκᾰτόμβοιος: -ον (βοῦς), αυτός που η τιμή του είναι ίση της αξίας εκατό βοδιών, σε Ομήρ. Ιλ.