ἐκκακέω
English (LSJ)
to be faint-hearted, lose heart, grow weary, v.l. for ἐγκακέω, Ev.Luc.18.1, 2 Ep.Cor.4.1,16,al., cf. Vett. Val.201.15, Glossaria.
Spanish (DGE)
desfallecer, perder el ánimo ὁ δ' ἐκκακήσας ὤλεσε<ν> τὰς ἐλπίδας Men.Comp.1.42, cf. Herm.Mand.9.8, Vett.Val.191.24, T.Iob 24, παρακαλοῦμεν ὑμᾶς μὴ ἐκκακεῖν Basil.Ep.220, cf. Ath.Al.H.Ar.47.3, Gr.Nyss.Instit.80.9, Epiph.Const.Anc.23.5, Corp.Herm.Fr.23.46, c. rég. de part. τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐκκακῶμεν no desfallezcamos en hacer el bien Clem.Al.Strom.1.1.4, c. rég. prep. ἐ. ἐν τῇ ἀναγνώσει τῆς θείας γραφῆς Origenes Philoc.12 tít., πρὸς τὰς θλίψεις A.Thom.A 160.5.
German (Pape)
[Seite 761] im Unglück den Muth verlieren, übh. müde werden, N.T.
French (Bailly abrégé)
ἐκκακῶ :
1 perdre courage, céder au découragement;
2 agir mollement, mettre peu d'empressement à faire qch.
Étymologie: ἐκ, κακός.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκᾰκέω: падать духом, унывать NT.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰκέω: εἶμαι λιπόψυχος, ἀποδειλιῶ, χάνω τὸ θάρρος, ἀποκάμνω, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 1, 2 Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 1 καί 16 κ. ἀλλ.˙ ἀλλ’ ἁπανταχοῦ τῆς Κ. Δ. ἤδη διορθοῦται ἐγκακέω.
English (Strong)
from ἐκ and κακός; to be (bad or) weak, i.e. (by implication) to fail (in heart): faint, be weary.
English (Thayer)
ἐκκάκω; (1st aorist ἐξεκάκησα); (κακός); to be utterly spiritless, to be wearied out, exhausted; see ἐγκακέω (cf. Winer's Grammar, 25).
Greek Monotonic
ἐκκᾰκέω: μέλ. -ήσω, είμαι λιπόψυχος, δειλιάζω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. ήσω
to be faint-hearted, NTest.
Chinese
原文音譯:™kkakšw 誒克-卡咳哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:出去-邪惡 相當於: (קוּץ)
字義溯源:軟弱,灰心,沮喪,喪膽,喪志;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κακός)*=卑劣的)組成。註:編號 (ἐγκακέω)與 (ἐγκακέω / ἐκκακέω)意義相似,譯文編號時有混淆
出現次數:總共(4);林後(2);加(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 我們⋯喪膽(2) 林後4:1; 林後4:16;
2) 喪志(2) 加6:9; 帖後3:13