συναρμολογέω
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
compagino, Glossaria:—Pass., to be fitted or framed together, Ep.Eph.2.21, 4.16.
German (Pape)
[Seite 1004] = συναρμόζω, N.T.
French (Bailly abrégé)
συναρμολογῶ :
c. συναρμόζω.
Étymologie: σύν, ἁρμολογέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αρμολογέω samenvoegen.
English (Strong)
from σύν and a derivative of a compound of ἁρμός and λέγω (in its original sense of laying); to render close-jointed together, i.e. organize compactly: be fitly framed (joined) together.
English (Thayer)
συναρμολόγω: present passive participle συναρμολογουμενος; (ἁρμολογος binding, joining; from ἁρμός a joint, and λέγω); to join closely together; to frame together: οἰκοδομή, the parts of a building, σῶμα, the members of the body, συναρμόσσειν and συναρμόζειν.)
Greek (Liddell-Scott)
συναρμολογέω: συναρμόζω, συναρμολογῶν καὶ συμβιβάζων τοὺς πάντας εἰς ἃ πέφυκεν ἕκαστος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 16Α, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 3, 656D. ― Παθ. συναρμολογέομαι, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 21, δ΄, 16.
Chinese
原文音譯:sunarmologšw 尋-阿而摩-羅給哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-連結-陳述
字義溯源:緊靠的連結一起,共同連結,聯接合式,聯絡得合式;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἁρμός)=關節)及(λέγω / εἴρω)*=陳述,安置)組成,其中 (ἁρμός)出自(ἅρμα)*=馬車)。參讀 (ἀγρεύω)同義字
出現次數:總共(2);弗(2)
譯字彙編:
1) 聯接合式(1) 弗4:16;
2) 聯絡得合式(1) 弗2:21