ἀπρακτέω

From LSJ
Revision as of 18:45, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρακτέω Medium diacritics: ἀπρακτέω Low diacritics: απρακτέω Capitals: ΑΠΡΑΚΤΕΩ
Transliteration A: apraktéō Transliteration B: aprakteō Transliteration C: aprakteo Beta Code: a)prakte/w

English (LSJ)

A do nothing, to be idle, Arist.EN1095b33; opp. πράττειν, Id.Pol. 1325a31.
2 gain nothing, παρά τινος X.Cyr.1.6.6.
3 waste one's time, Lyd.Mag.1.22.
4 lose power, of a drug, Paul. Aeg.3.4.

Spanish (DGE)

I intr.
1 no hacer nada, estar inactivo, abstenerse de ἀπρακτεῖν διὰ βίου Arist.EN 1095b33, τὸ δὲ μᾶλλον ἐπαινεῖν τὸ ἀπρακτεῖν τοῦ πράττειν οὐκ ἀληθές Arist.Pol.1325a31
ὁ σκεπτικὸς εἰ μὲν οὐδετέραν προκρινεῖ, ἀπρακτήσει D.L.9.107, cf. SB 7530.19 (I a.C.).
2 medic. perder eficacia o poder de un medicamento, Paul.Aeg.3.4.2.
3 c. indic. de agente no obtener beneficio παρὰ ἀνθρώπων ἀπρακτεῖν X.Cyr.1.6.6.
II tr. no hacer o realizar τὰ αἰσχρά Arist.EE 1228a6.

German (Pape)

[Seite 337] 1) nichts ausrichten, παρά τινος, bei Einem, Xen. Cyr. 1, 6, 6; B. A. 9 τὸ μὴ κατὰ νοῦν πράττειν. – 2) nichts thun, müßig gehen, Arist. Eth. 1, 56 pol. 7, 3.

French (Bailly abrégé)

ἀπρακτῶ :
ne rien obtenir : παρά τινος de qqn.
Étymologie: ἄπρακτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρακτέω:
1 ничего не делать, бездействовать Arst.;
2 не делать, не предпринимать (πράττειν μὲν τὰ καλά, ἀ. δὲ τὰ αἰσχρά Arst.);
3 ничего не получать, не добиться (παρὰ ἀνθρώπων Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρακτέω: εἶμαι ἄπρακτος, μένω ἀργός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 6· ἀντίθ. τῷ πράττω, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 3, 9. 2) οὐδὲν κερδαίνω, οὐδὲν ἀπολαμβάνω κέρδος, παρά τινος Ξεν. Κύρ. 1. 6, 6.

Greek Monotonic

ἀπρακτέω: μέλ. -ήσω·
I. απέχω από κάθε εργασία, μένω αργός, αδρανής, σε Αριστ.
II. δεν αποκομίζω κανένα όφελος, δεν κερδίζω τίποτε, παρά τινος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἄπρακτος
I. to do nothing, Arist.
II. to gain nothing, παρά τινος Xen.