ἑταιρέω

From LSJ
Revision as of 18:50, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑταιρέω Medium diacritics: ἑταιρέω Low diacritics: εταιρέω Capitals: ΕΤΑΙΡΕΩ
Transliteration A: hetairéō Transliteration B: hetaireō Transliteration C: etaireo Beta Code: e(taire/w

English (LSJ)

A keep company with, Aeschin.1.13, Phoenicid.4.2; τινι with a man, And.1.100, etc.; φιλία ἑταιροῦσα = meretricious friendship, Plu. 2.62d; οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἡταιρήκασιν Lys. 14.41; οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος Aeschin.1.52.
II Med., = ἑταιρεύομαι, prostitute oneself, of men, Theopomp.Hist.217b; of women, Plu. Ant.18.

German (Pape)

[Seite 1046] Buhlerei, Unzucht, bes. Päderastie treiben, von Knaben, die sich Einem dazu vermiethen, παρά τινι μεμισθαρνηκέναι ἐπὶ τῷ σώματι Aesch. 1, 13. 52; ἑνί, Andoc. 1, 100; vgl. Lys. 3, 24. 14, 41 Dem. 24, 181 (Thom. Mag. macht den Unterschied von πορνεύεσθαι, daß dies ὑπὸ τοὺ τυχόντος, jenes ὑπὸ ἐραστοῦ sei). Von Frauen, Luc. D. Meretr. 8, 2; Plut. Pericl. 24; τινί, Ath. XIII, 586 f; – φιλία ἑταιροῦσα, buhlerische, der ἀληθινὴ καὶ σώφρων entgegengesetzt, Plut. de adul. et am. discr. 30.

French (Bailly abrégé)

ἑταιρῶ :
ao. ἡταίρησα, pf. ἡταίρηκα;
faire métier de courtisane ou de prostitué : τινι, être l'amant ou la maîtresse de qqn ; fig. ἑταιροῦσα φιλία PLUT amitié qui se prostitue.
Étymologie: ἑταῖρος.

Russian (Dvoretsky)

ἑταιρέω: (aor. ἡταίρησα, pf. ἡταίρηκα) заниматься ремеслом блудницы, (тж. о мужчинах) предаваться распутству Lys., Aeschin., Dem., Luc.: ἑταιροῦσα φιλία Plut. продажная дружба.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρέω: ἐπὶ παιδὸς ἄρρενος ἢ θήλεος, χρησιμεύω πρὸς ἀσελγῆ σκοπὸν ἐπὶ μισθῷ, μισθαρνῶ ἐπὶ τῷ σώματι ἔχων ἐραστήν, Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχ. 5. 2, κ. ἀλλ., Φοινικίδης ἐν Ἀδήλ. 1. 2· τινί, μέ τινα, Ἀνδοκ. 13. 28, κλ.· φιλία ἑταιροῦσα, ψευδής, ἐπίπλαστος ἢ πορνικὴ φιλία, Πλούτ. 2. 62D· πρβλ. πορνεύω, καὶ περὶ τῆς διαφορᾶς μεταξὺ αὐτῶν ἴδε Ἀνδοκ. 8. 16. ΙΙ. Μέσ., = ἑταιρεύομαι, Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 260Ε. ― Κατὰ τὸν Θωμᾶν Μάγιστρον (σ. 375 κἑξ.) «ἑταιρῶ δὲ... τὸ τοὺς ἄνδρας πάσχειν τὰ τῶν ἑταιρῶν. ἑταιρεῖ μὲν οὖν καὶ πορνεύεται ὁ πασχητιῶν, ἀλλ’ ἑταιρεῖ μὲν ὑπὸ ἐραστοῦ, πορνεύεται δὲ ὑπὸ τοῦ τυχόντος».

Greek Monotonic

ἑταιρέω: μέλ. -ήσω (ἑταίρα), κρατώ συντροφιά, κάνω παρέα, συναναστρέφομαι, εκδίδομαι, λέγεται για εταίρες, σε Αισχίν. κ.λπ.

Middle Liddell

ἑταιρέω, fut. -ήσω ἑταίρα
to keep company, of courtesans, Aeschin., etc.