διχόμυθος
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
διχόμυθον, double-speaking, νόημα Pittac. 1 Bgk.; γλῶσσα Sol.42.4; double-dealing, deceptive, Ant.Lib.23; λέγειν διχόμυθα speak ambiguously, E.Or.890.
Spanish (DGE)
(δῐχόμῠθος) -ον
1 ambiguo νόημα Lobo SHell.524.4, neutr. plu. adv. ἔλεξε δ' ... διχόμυθα E.Or.890, cf. Chr.Pat.392
•engañoso γλῶσσα Lobo SHell.522.4
•de pers. mentiroso de Bato, Ant.Lib.23.6.
2 tergiversador Hsch.
German (Pape)
[Seite 646] doppelte Reden führend, zweizüngig; διχόμυθον ἔχουσα (γλῶσσα) κραδίῃ νόημα Sol. Scol. Iac. 1 (Ilg. 39); ἔλεξε διχόμυθα Eur. Or. 888; Sp., wie Anton. Lib. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tient deux langages.
Étymologie: δίχα, μῦθος.
Russian (Dvoretsky)
διχόμῡθος:
1 говорящий двояко, двойственный, непостоянный (γλῶσσα Solon ap. Diog. L.);
2 двуличный, коварный (διχόμυθα λέγειν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόμῡθος: -ον, διφορούμενος, νόημα Πιττακὸς π. Διογ. Λ. 1. 78· γλῶσσα Σόλων αὐτόθι· λέγειν διχόμυθα, λέγειν ἀμφίβολα, ἀσαφῆ. Εὐρ. Ὀρ. 890· ― δι. γρ. διχόθυμος Πιττ. ἔνθ. ἀν.
Greek Monolingual
διχόμυθος, -ον (Α)
1. διφορούμενος, απατηλός («διχόμυθον νόημα»)
2. δόλιος.
Greek Monotonic
δῐχόμῡθος: -ον, αυτός που μιλάει αμφίσημα, διπρόσωπος, υποκριτής, λέγειν διχόμυθα, μιλώ, εκφράζομαι διφορούμενα, σε Ευρ.
Middle Liddell
adj
double-speaking, λέγειν διχόμυθα to speak ambiguously, Eur.