θεογονία
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
Ion. θεογονίη, ἡ,
A genealogy of the gods, title of Hesiod's poem; cf. Hdt.1.132, 2.53, Procl.in Ti.3.107 D.
II generation or birth of gods, Pl.Lg.886c, Ph.2.205, 264, D.L.Praef.3.
German (Pape)
[Seite 1195] ἡ, Göttergeburt u. Abstammung; so heißt ein Gedicht des Hes., Her. 2, 53; Plat. Legg. X, 886 e.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 naissance ou origine des dieux;
2 « Théogonie » ou généalogie des dieux, titre d'un poème d'Hésiode.
Étymologie: θεόγονος.
Russian (Dvoretsky)
θεογονία: ион. θεογονίη ἡ
1 рождение, происхождение или родословие богов Her., Plat.;
2 «Теогония» (название одной из поэм Гесиода).
Greek (Liddell-Scott)
θεογονία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ γένεσις ἢ γενεαλογία τῶν θεῶν, ὄνομα ποιήματος τοῦ Ἡσιόδου· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 132., 2. 53, Πλάτ. Νόμ. 886C.
Greek Monolingual
η (AM θεογονία, Α ιων. τ. θεογονίη)
η γέννηση και η καταγωγή τών θεών
νεοελλ.-μσν.
η δημιουργία του κόσμου
αρχ.
ως κύριο όν. Θεογονία
τίτλος ποιήματος του Ησιόδου που αναφέρεται στη γενεαλογία τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωογονία, ωογονία].
Greek Monotonic
θεογονία: Ιων. -ίη, ἡ (γενέσθαι), η γενιά ή γενεαλογία των θεών, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
Middle Liddell
θεογονία, ἡ, γενέσθαι
the generation or genealogy of the gods, Hes., Hdt.