γλυκυθυμία

From LSJ
Revision as of 13:22, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκυθῡμία Medium diacritics: γλυκυθυμία Low diacritics: γλυκυθυμία Capitals: ΓΛΥΚΥΘΥΜΙΑ
Transliteration A: glykythymía Transliteration B: glykythymia Transliteration C: glykythymia Beta Code: glukuqumi/a

English (LSJ)

ἡ,
A sweetness of mind, γ. πρὸς τὰς ἡδονάς readiness to indulge... opp. τὸ καρτερεῖν, Pl.Lg.635c, cf. Plu.2.476d.
II kindly disposition, Id.Them.10, Id.2.970b; πρός τινα Sammelb.4630.8 (ii A. D.).
III pleasantness, Iamb.Myst.5.11.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 complacencia πρὸς τὰς ἡδονάς op. καρτερεῖν Pl.Lg.635c, πρὸς τὸ ἥδιστον ... ἀναχωροῦσα Plu.2.476d
voluptuosidad op. ἄλγυνσις Olymp.in Grg.46.9, 47.7, 50.2
placer producido por sensaciones acústicas y ópticas, Aristid.Quint.59.11.
2 suavidad de carácter Plu.Them.10, 2.970b
afecto, cariño πρὸς τὸν ἀδελφόν PBremen.p.130.8 (II d.C.).
3 agradable dulzura ὕλης Iambl.Myst.5.11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
douceur de caractère, bienveillance.
Étymologie: γλυκύθυμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυκυθυμία -ας, ἡ γλυκύθυμος
1. zachtaardigheid.
2. aanhankelijkheid.

German (Pape)

[ῡ], ἡ,
1 behagliche, heitere Gemütsstimmung, Plut. Sol. an. 14; Synes.; gew. im tadelnden Sinne, πρὸς τὰς ἡδονάς, behagliches sich Hingeben an die Sinnenlust, Plat. Legg. I.635d; vgl. Plut. tranqu. anim. 18 γλ. τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ἥδιστον ἀναχωροῦσα; ἐγκράτεια τῆς γλυκυθυμίας Stob.
2 Gutmütigkeit, Wohlwollen, Plut. Them. 10.

Russian (Dvoretsky)

γλυκυθῡμία:
1 добродушие, кротость, мягкость, ласковость, благожелательность Plut.;
2 податливость; несдержанность, невоздержанность (πρὸς τὰς ἡδονάς Plat.).

Greek Monolingual

η (AM γλυκυθυμία) γλυκύθυμος
η ροπή της ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά
αρχ.
η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια.

Greek Monotonic

γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτητα πνεύματος· καλοσύνη, φιλανθρωπία, αγαθή διάθεση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκῠθῡμία: ἡ, γλυκύτης πνεύματος, γλ. πρὸς τὰς ἡδονάς, ἑτοιμότηςπροθυμία τοῦ νὰ παραδοθῇ τις …, ἀντίθ. τῷ ἐγκράτεια, Πλατ. Νόμ. 635D. II. ἀγαθὴ διάθεσις, ἀγαθότης ψυχῆς, εὐμένεια, Πλούτ. Θεμ. 10, ὁ αὐτ. 2. 970B.

Middle Liddell

sweetness of mind: benevolence, Plut.