νομάς
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
νομάδος, ὁ, ἡ, (νομός)
A roaming about for pasture: οἱ νομάδες pastoral tribes, Choeril.3, Hdt.1.15,125, 4.187,7.85, Arist.Pol.1256a31; στρατηγὸς νομάδων OGI616.3 (Arabia); ν. Σκύθαι Pi.Fr.105, A. Pr.709; Ἰνδαί Id.Supp.284; of the Cyclopes, E.Cyc.120.
2 metaph., of a prostitute, Ph.2.327.
3 pr. n., Numidian, Plb.1.19.3,al.: hence νομάδες ὄρνεις guinea-fowl, Ptol.Euerg.2 (a) J.; νομάς alone, Artem. ap. Ath.14.663e; ν. λίθος Numidian marble, Luc.Hipp. 6.
II fem. Adj. roaming, grazing, ἵπποι S.Tr.271; ἔλαφος Id.Fr.89; ἐπ' ἀκταῖς νομάδα… ἁλιάετον E.Fr.636; δάμαλις ν. calf of the pastures, i.e. fatted, LXX 1 Ki.28.24; ν. περιστεραί wild doves, Gal.6.435, cf. 12.302; of Oedipus exposed, turned adrift on Cithaeron, S.OT1350 (lyr.); of irrigation-channels, κρῆναι Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων Id.OC687 (unless distributing, cf. νέμω).
2 pastoral, βίος Scymn.832.
3 ν. τράπεζα game diet, Him.Or.25.3.
4 νομάσιν αὐγαῖς is dub.l. in Tim.Pers.89.
French (Bailly abrégé)
άδος (ὁ, ἡ)
1 qui paît, qui pâture ; fig. qui erre;
2 qui change de pâturage, qui erre d'un pâturage à un autre, nomade.
Étymologie: νέμω.
German (Pape)
άδος, ὁ, ἡ, Viehherden weidend und mit ihnen umherziehend, umherschweifend; Σκύθαι, Pind. frg. 72; von denselben nomadischen Skythen Aesch. Prom. 711; auch Ἰνδοί, Suppl. 281; vgl. Her. 1.15, 4.187, οἱ Νομάδες, mit ihren Herden herumziehende Hirtenvölker, Nomaden. S. auch nom. pr. – Als fem. zu νομαῖος, so ἵππος, auf der Weide umherschweifend, Soph. Trach. 270 (wie Einige auch ὄρνιθες νομάδες Ath. XIV.644c erkl., Andere Numidische); auch übertragen, κρῆναι νομάδες, O.C. 693; O.R. 1350, ὅς μ' ἀπ' ἀγρίας πέδας νομάδος ἐπιποδίας ἔλαβεν, nach dem Schol. τῆς πέδης τῆς διανεμομένης τοὺς πόδας μου, gewissermaßen = sich an den Füßen weidend, daran haftend, doch erkl. der Schol. auch ἀπὸ δεσμοῦ ἐν νομαδιαίοις τόποις συνέχοντος τοὺς πόδας, und so Hermann, die Weidesessel, für »die Fessel auf dem Weideplatze«.
Russian (Dvoretsky)
νομάς: άδος (ᾰδ) adj.
1 ведущий пастушескую, т. е. кочевую жизнь, кочующий, кочевой (Σκύθαι Pind.; Ἰνδοί Aesch.);
2 блуждающий по пастбищу, пасущийся (ἵπποι, ἔλαφος Soph.);
3 перен. странствующий, т. е. вечно текущий (κρῆνκι Soph.).
νομάς: άδος ὁ скотовод, пастух, кочевник: οἱ νομάδες Her. etc. номады, кочевники, кочевые народы.
Greek (Liddell-Scott)
νομάς: -άδος, ὁ, ἡ, (νομὸς) ὁ περιφερόμενος χάριν βοσκῆς, οἱ Νομάδες, φυλαὶ ποιμενικαὶ περιφερόμεναι ἀπὸ τόπου εἰς τόπον μετὰ τῶν ποιμνίων αὐτῶν, Ἡροδ. 1. 15, 125., 4. 187., 7. 85, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 6· ν. Σκύθαι Πινδ. Ἀποσπ. 72, Αἰσχύλ. Πρ. 709· Ἰνδοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 284· ἐπὶ τῶν Κυκλάδων, Εὐρ. Κύκλ. 120. 2) ὡς κύρ. ὄνομ. ἐθν., Νομάδες, κάτοικοι τῆς Νουμιδίας ἐν Ἀφρικῇ. Numidae, Πολύβ. 1. 19, 3, κ. ἀλλ.· - ἐντεῦθεν νομάδες ὄρνεις, aves Numidicae, Ἀθήν. 654C· καὶ μόνον, νομὰς Ἀρτεμ. αὐτόθι 663Ε· ν. λίθος, μάρμαρον ἐκ τῆς Νουμιδίας, διάδρομος νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος Λουκ. Ἱππίας ἢ Βαλαν. 6. ΙΙ. θηλ. ἐπίθ., βοσκομένη, ἵπποι Σοφ. Τρ. 271· ἔλαφος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 110 ἐπ’ ἀκταῖς νομάδα ἁλιάετον Εὐρ. Ἀποσπ. 637· - παρὰ Σοφ. Ο. Τ. 1350, χάριν τοῦ μέτρου ὁ Elmsley ἀντὶ μονάδος ἀναγινώσκει νομάδ’, ὅπερ ἀναφέρει εἰς τὸν Οἰδίποδα ὡς ἐκτεθειμένον εἰς τὰς νομὰς τοῦ Κιθαιρῶνος, ἴδε μακρὰν σημ. Jebb ἐν τόπῳ· - ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κ. 687 ταὸ κρῆναι Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων πιθανῶς σημαίνει: (κατὰ τὸν Elmsl.) τὰς τρεφούσας τὰ ῥεῖθρα τοῦ Κηφισοῦ πηγάς.
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ νομάς, -άδος)
βλ. νομάδας.
Greek Monotonic
νομάς: -άδος, ὁ, ἡ (νομός)·
I. αυτός που περιφέρεται για να βρει τόπο βοσκής· οἱ Νομάδες, περιπλανώμενες ποιμενικές φυλές, οι Νομάδες, σε Ηρόδ., Αττ.· και ως κύριο όνομα, Νομάδες, κάτοικοι της αφρικανικής Νουμιδίας, σε Πολύβ.
II. 1. θηλ. επίθ., αυτή που βόσκει, που τρέφεται με βοσκή, σε Σοφ.
2. μεταφ., κρῆναι Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων, οι πηγές που τρέφουν τα ρείθρα του Κηφισού, στον ίδ.
Middle Liddell
νομάς, άδος, νομός
I. roaming about for pasture: οἱ Νομάδες roaming, pastoral tribes, Nomads, Hdt., Attic; and as prop. n., Numidians, Polyb.
II. fem. adj. grazing, feeding, at pasture, Soph.
2. metaph., κρῆναι νομάδες wandering streams, Soph.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού περιπλανιέται γιά βοσκή). Ἀπό τό νομός τοῦ νέμω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.