θυμελικός
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
θυμελική, θυμελικόν, of or belonging to the thymele, theatrical, θέαι, ἄνθρωποι, Plu.Fab.4, Sull.36; θυμελικὴ ἔρις Com.Adesp.57; τὸ θυμελικόν = theatrical, vulgar style, Plu.2.853b; of performances of music, dancing, etc., in the orchestra (cf. θυμέλη II.b); θυμελικὸς ἀγών SIG457.1 (Thespiae, iii B.C.), cf. D.S.4.5, CIG 3493.11 (Thyatira), etc.; θυμελικὰ ἀκροάματα Corn.ND30; οἱ θυμελικοί the musicians, opp. οἱ σκηνικοί, the actors, Plu.Cat.Mi.46; opp. ὑποκριταί, Ptol. Tetr.180 (but later of actors, Jul.Ep.89b, Cod.Just.1.4.14); ἡ θυμελικὴ σύνοδος the company of thymele, IG22.1350, OGI713, etc.
German (Pape)
[Seite 1223] der Thymele, dem Theater eigen, scenisch; ἀγῶνες Ath. XV, 699 a; D. Sic. 4, 5; Plut. Fab. 4; ἄνθρωποι Sull. 25; οἱ θυμελικοί, die Chortänzer, Gegensatz σκηνικοί, die eigtl. Schauspieler, Inscr.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 du théâtre, de la scène, scénique ; fig. τὸ θυμελικόν PLUT style de théâtre, càd vulgaire;
2 particul. du chœur ; οἱ θυμελικοί PLUT le chœur ou les musiciens.
Étymologie: θυμέλη.
Russian (Dvoretsky)
θῠμελικός: театральный, сценический (ἀγῶνες Diod.; θέαι Plut.): οἱ θυμελικοί Plut. участники хора и музыканты (в отличие от οἱ σκηνικοί актеры).
Greek (Liddell-Scott)
θῠμελικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θυμέλην, σκηνικός, θεατρικός, Πλούτ. Φαβ. 4, Σύλλ. 36· θ. ἔρις Κωμ. Ἀνών. 184· ὁ θυμ. (δηλ. ἀγὼν) Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 56, πρβλ. 2820 Α. 15., 3493. 11· - οἱ θυμελικοί, ὁ χορὸς ἢ οἱ μουσικοί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ σκηνικοί, οἱ τακτικοὶ ὑποκριταί, Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 46· ἡ θυμ. σύνοδος, ὁ ὅμιλος τῶν θυμελικῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 349, 3476b, 4315n (προσθ.)· -τὸ -κόν, θεατρικόν, χυδαῖον ὕφος, τρόπος, Πλούτ. 2. 853 Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θυμελικός, -ή, -όν) θυμέλη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη θυμέλη, σκηνικός, θεατρικός
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυμελική
η θεατρίνα, η γυναίκα ελευθέριων ηθών
2. ηθοποιός, υποκριτής
αρχ.
1. (για παραστάσεις, μουσική, όρχηση κ.λπ.) αυτός που γίνεται στην ορχήστρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμελικόν
χυδαίο ύφος ή χυδαίος τρόπος
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ θυμελικοί
ο χορός ή οι μουσικοί, σε αντιδιαστολή προς τους σκηνικούς, δηλ. τους ηθοποιούς
4. φρ. «ἡ θυμελικὴ σύνοδος» — ο όμιλος του χορού ή τών μουσικών του αρχαίου θεάτρου.
επίρρ...
θυμελικῶς (Α)
από θεατρική άποψη.
Greek Monotonic
θῠμελικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει τη θυμέλη, σκηνικός, θεατρικός, σε Πλούτ.· οἱ θυμελικοί, δηλ. ο χορός ή οι μουσικοί, στον ίδ.
Middle Liddell
θῠμελικός, ή, όν [from θῠμέλη]
of or for the thymele, scenic, theatric, Plut.:— οἱ θυμελικοί, i. e. the chorus or musicians, Plut.