ὑπερπέτομαι

From LSJ
Revision as of 08:05, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερπέτομαι Medium diacritics: ὑπερπέτομαι Low diacritics: υπερπέτομαι Capitals: ΥΠΕΡΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperpétomai Transliteration B: hyperpetomai Transliteration C: yperpetomai Beta Code: u(perpe/tomai

English (LSJ)

also ὑπερπέταμαι, ὑπερίπταμαι (qq.v.): Ep. aor. ὑπερπτάμην, in Prose
A ὑπερεπτόμην Arist.HA597a12: aor. Act. ὑπερέπτην S.Ant. (v. infr.), Ph.1.165: in late Prose also ὑπερεπετάσθην (v. infr.): (v. πέτομαι):—fly over, of a spear, ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Il.13.408, 22.275, cf. Od.22.280; of birds, Arist.HA541a28, Philostr.VA2.10: aor. Act., ἀετὸς ἐς γᾶν ὑπερέπτα S.Ant.113 (anap.).
2 c. acc., fly over or fly beyond, ὁ δ' [λᾶας] ὑπέρπτατο σήματα πάντων Od.8.192; of birds, ὑ. τὸ ὄρος Arist.HA597a12; ὑπερπετασθῆναι πολλὰ μέρη τῆς οἰκουμένης D.S.4.51, cf. Luc.Rh.Pr.6: also c. gen., A.R.2.1252, Plu.Pomp.25.
3 metaph., skip over, εἴδη καὶ γένη Ph.1.165.

German (Pape)

[Seite 1200] (s. πέτομαι), dep. med., darüber hinfliegen; ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος, Il. 13, 408. 22, 275; ὁ (λᾶας) δ' ὑπέρπτατο σήματα πάντα, Od. 8, 192, vgl. 22, 280; αἰετὸς ἐς γᾶν ὡς ὑπερέπτα, Soph. Ant. 113.

French (Bailly abrégé)

c. ὑπερίπταμαι.
Étymologie: ὑπέρ, πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερπέτομαι: тж. ὑπερίπταμαι, Anth. ὑπερπέταμαι перелетать, пролетать Hom., Arst.: ὑ. τι Hom., Arst. и τινος Plut., Anth. пролетать над чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπέτομαι: μέλλ. -πτήσομαι· ἀόριστ. -επτάμην, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ -επτόμην· παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις καὶ -επετάσθην (ἴδε κατωτ.)· - ἴδε ὑπερίπταμαι, ὑπερπέταμαι· ἀποθ. (ἴδε πέτομαι). Φέρομαι ἄνωθεν μετὰ ταχύτητος, ἐπὶ δόρατος, ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος Ἰλ. Ν. 408, Χ. 275, πρβλ. Ὀδ. Χ. 280· ἐπὶ πτηνῶν ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 13., 8. 12, 4· - ἐνεργ. ἀόρ. ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ἀντ. 113, ὀξέα κλάζων αἰετὸς εἰς γᾶν ὣς ὑπερέπτα. 2) μετ’ αἰτιατ., πέτομαι ὑπεράνωπέραν, ὁ δ’ (λᾶας) ὑπέρπτατο σήματα πάντα Ὀδ. Θ. 192· ἐπὶ πτηνῶν, ὑπ. τὸ ὅρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 4· ὡσαύτως μετὰ γενικ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1252, Ἀνθολ. Παλ. 5. 259, Πλουτ. Πομπ. 25.

English (Autenrieth)

aor. ὑπέρπτατο: fly over, fly past (the marks), Od. 8.192.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. ὑπερπέταμαι Α
1. πετώ από πάνω με μεγάλη ταχύτητα («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.)
2. πετώ πέρα από ένα σημείοὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος [οἱ πελεκᾱνες]», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πέτομαι / πέταμαι «πετώ»].

Greek Monotonic

ὑπερπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτόμην,
1. πετώ με ταχύτητα πάνω από, λέγεται για δόρυ, σε Όμηρ.
2. με αιτ., ρίχνομαι πάνω ή πέρα από, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με γεν., σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -πτήσομαι aor2 -επτόμην
1. to fly over, of a spear, Hom.
2. c. acc. to fly over or beyond, Od.; also c. gen., Plut.