ενάγω

From LSJ
Revision as of 09:38, 30 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

(AM ἐνάγω)
1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή
2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, ενάγουσα, ενάγον
στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή εναντίον κάποιου, ο κατήγορος, ο μηνυτής
β) εναγόμενος, εναγόμενη, εναγόμενον
αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή, ο κατηγορούμενος, ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο
μσν.
ο εγκαλούμενος με αγωγή στο δικαστήριο για να πληρώσει οφειλή του
αρχ.
1. εισάγω κάποιον μέσα σε κάτι, φέρνω μέσα
2. οδηγώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρακινώ
3. επισπεύδω, συμβουλεύω με επιμονή, εξεγείρω
4. (για μέταλλα) κατεργάζομαι.