κατάνυξις

Revision as of 11:17, 2 April 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κατανύξεως, ἡ,
A stupefaction, bewilderment, ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως LXX Ps. 59(60).3, cf.Is.29.10.
2 contrition, Just.Nov.137.6Intr.

German (Pape)

[Seite 1366] ἡ, das Zerstechen, bes. geistig, das Verursachen inniger Betrübnis, oder der tiefe Schlag, N.T.; vgl. Ep. ad. (IX, 819).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
componction;
NT: torpeur.
Étymologie: κατανύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάνυξις κατανύξεως, ἡ [κατανύττω] diepe slaap, verdoving.

Russian (Dvoretsky)

κατάνυξις: κατανύξεως ἡ (сердечное) сокрушение, удрученность (πνεῦμα κατανύξεως διδόναι τινί NT; κατανύξεως ῥοῦν ἐγχεῖν ταῖς καρδίαις Anth.).

English (Strong)

from κατανύσσω; a prickling (sensation, as of the limbs asleep), i.e. (by implication, (perhaps by some confusion with νεύω or even with νύξ)) stupor (lethargy): slumber.

English (Thayer)

κατανύξεως, ἡ (κατανύσσω, which see);
1. a pricking, piercing (Vulg. compunctio).
2. severe sorrow, extreme grief.
3. insensibility or torpor of mind, such as extreme grief easily produces; hence, πνεῦμα κατανύξεως, a spirit of stupor, which renders their souls torpid, i. e. so insensible that they are not affected at all by the offer made them of salvation through the Messiah, Sept. (where the Hebrew תַּרְדֵּמָה רוּחַ, a spirit of deep sleep, is somewhat loosely so rendered; οἶνος κατανύξεως for תַּרְעֵלָה יַיִן, wine which produces dizziness, reeling, German Taumelwein, Romans, vol. ii., p. 558ff; (cf. Winer's Grammar, 94 (90); Lightfoot 'Fresh Revision' etc., p. 139 note).

Greek Monotonic

κατάνυξις: κατανύξεως, ἡ, σύγχυση, νάρκη, λήθαργο, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

κατάνυξις: κατανύξεως, ἡ (κατανύσσω), κέντησις, βαθεῖα λύπη τὴν καρδίαν ἐγγίζουσα, κεντοῦσα· ἔτι «τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς τὴν ἀνιάτως ἔχουσαν καὶ ἀμεταθέτως· πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν» Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 8, Ἰω. Χρυσ. 7. 450· ἐκθάμβωσις, νάρκη τῆς ψυχῆς, λήθαργος.

Middle Liddell

κατάνυξις, κατανύξεως
stupefaction, slumber, NTest.

Chinese

原文音譯:kat£nuxij 卡他-匿克西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-夜 相當於: (תַּרְדֵּמָה‎) (תַּרְעֵלָה‎)
字義溯源:刺痛之感覺,昏迷,昏睡;源自(κατανύσσομαι)=刺透);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(νύσσω)*=戮穿)組成。參讀 (διαπορεύομαι)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 昏迷的(1) 羅11:8

Mantoulidis Etymological

(=νάρκη, λήθαργος). Ἀπό τό κατανύσσω (=κεντῶ, συγκινῶ) → κατά + νύσσω (=κεντῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.