διαπορεύομαι
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (Strong)
from διά and πορεύομαι; to travel through: go through, journey in, pass by.
Greek Monolingual
(Α διαπορεύομαι)
1. βαδίζω κάπου περνώντας μέσα από κάποιον τόπο
2. μτφ. περνώ τη ζωή μου, διανύω, διαβιώ
3. εκτελώ
4. αφηγούμαι με λεπτομέρεια, διηγούμαι καταλεπτώς.
Chinese
原文音譯:diaporeÚomai 笛阿-坡留哦買
詞類次數:動詞(5)
原文字根:經過-走
字義溯源:經過;由(διά)*=經過)與(πορεύομαι)=走過)組成;其中 (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=察驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。
同義字:1) (διαπορεύομαι)經過 2) (διέρχομαι)走過 3) (διοδεύω)周遊 4) (ἐπεισέρχομαι / ἐπέρχομαι)到來 5) (ἔρχομαι)來 6) (ἐφικνέομαι)臨到 7) (ἥκω)到達 8) (καταντάω)抵達 9) (παραγίνομαι)靠近 10) (παραπορεύομαι)從旁經過 11) (παρέρχομαι)走進 12) (παριστάνω / παρίστημι)站在旁邊 13) (πορεύομαι)走過 14) (προσέρχομαι)行近 15) (συλλαμβάνω)捉拿 16) (συμφέρω / σύμφορος)共同負擔 17) (φθάνω)先到
出現次數:總共(5);路(3);徒(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 經過(3) 路6:1; 路18:36; 羅15:24;
2) 他們經過(1) 徒16:4;
3) 他經過(1) 路13:22