πόρπαξ
English (LSJ)
-ᾱκος, ὁ, (πόρπη)
A handle of a shield, B.Fr.3.6, S.Aj.576, E.Ph.1127, etc.; prob. ring or loop, inside the shield, which could be taken out at pleasure, ἔχουσι πόρπακας [αἱ ἀσπίδες], i.e. they are ready for use, Ar.Eq.858, cf. 849, and Sch. ad loc.
II part of the headgear of a horse, E.Rh.385 (anap.).
III surgical fibula, Hippiatr.24 (pl.).
German (Pape)
[Seite 685] ακος, ὁ, die Handhabe, an der man den Schild faßte u. handhabte, wahrscheinlich ein metallner Ring, κρίκος, od. ein Riemen an der innern Wölbung des Schildes, der herausgenommen werden konnte (vgl. ὀχάνη); διὰ πολυῤῥάφου στρέφων πόρπακος ἑπτάβοιον ἄῤῥηκτον σάκος, Soph. Ai. 573, nach Schol. für ὄχανον gesetzt; ἐμβαλὼν πόρπακι χεῖρα, Eur. Hel. 1392 (bei dem es auch ein Teil des Pferdegeschirrs, wahrscheinlich der Kopfriemen ist, Rhes. 384); Ar. Equ. 846. 855. Einzeln noch bei Sp. (mit πόρπη zusammenhangend, w. m. s.)
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
anneau ou poignée de bouclier dans lesquels on passe le bras.
Étymologie: πόρπη.
Par. ἀντιλαβή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρπαξ -ᾱκος, ὁ [~ πείρω] draagriem van een schild:. ἔχουσι γὰρ πόρπακας; hebben ze dan draagriemen? Aristoph. Eq. 858. schild. Aristoph. Eq. 1372.
Russian (Dvoretsky)
πόρπαξ: ᾱκος ὁ
1 (съемная), ручка щита Soph., Eur.: ἔχουσι πόρπακας (αἱ ἀσπίδες) Arph. ручки примкнуты к щитам, т. е. мы готовы к бою;
2 оголовье (часть уздечки) Eur.
Greek Monolingual
-ακος, ο, ΝΑ
1. νεοελλ. στρ. μεταλλικός κρίκος τών παλαιών πυροβόλων που χρησίμευε για τη στερέωση του σωλήνα του πυροβόλου στο σαμάρι του ζώου που τον μετέφερε, αλλ. πόρπη
2. η λαβή της ασπίδας, κρίκος ή λουρί προσαρμοσμένο στην ασπίδα («ἴσχε διά πολυρράφου στρέφων πόρπακος...», Σοφ.)
αρχ.
1. μέρος της εξάρτυσης του ίππου, λουρί του κεφαλιού («κλύε καὶ κόμπους κωδωνοκρότους, παρὰ πορπάκων κελαδοῦντας», Ευρ.)
2. χειρουργική περόνη
3. φρ. «ἔχουσι πόρπακας»
(ενν. αἱ ασπίδες) είναι έτοιμες να χρησιμοποιηθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρπη + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλαξ)].
Greek Monotonic
πόρπαξ: -ᾱκος, ὁ,
I. λαβή ασπίδας, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ἔχουσι πόρπακας (αἱ ἀσπίδες), δηλ. είναι έτοιμες για χρήση, σε Αριστοφ.
II. μέρος από την πανοπλία της κεφαλής του αλόγου, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πόρπαξ: -ᾱκος, ὁ, ἡ λαβὴ ἀσπίδος, ὄχανον, Βακχυλ. 4 [13], 9 Blass., Σοφ. Αἴ. 576, Εὐρ. Φοίν. 1127, κτλ.· ἔχουσι πόρπακας [αἱ ἀσπίδες], δηλ. εἶναι πρὸς χρῆσιν ἕτοιμαι, «ὡς δέον τὰς ἀνατιθεμένας ἀσπίδας μὴ ἔχειν πόρπακας, ὑπὲρ τοῦ μὴ ἐξεῖναι τοῖς ἐπιχειροῦσι κατὰ τοῦ δήμου ἐξ ἑτοίμου χρήσασθαι ταῖς ἀσπίσι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 858, πρβλ. 849, ἴδε ὄχανον. ΙΙ. μέρος τοῦ ὁπλισμοῦ τῆς κεφαλῆς ἵππου, Εὐρ. Ρῆσ. 385. (Ἐκ τοῦ πόρπη, ὡς τὸ πόρταξ ἐκ τοῦ πόρτις, πύνδαξ ἐκ τοῦ πύνδος, ὕσσαξ ἐκ τοῦ ὕσσος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πόρπαξ ἡ λαβὴ τοῦ ὅπλου, ὁ ἀνοχεὺς τῆς ἀσπίδος, εἰς ὃ ὁ πῆχυς ἀνίεται», καὶ κατὰ Σουΐδ. «πόρπαξ· ᾧ τὴν ἀσπίδα κατέχουσιν, ὁ λεγόμενος ὄχανος», καὶ «πόρπαξ· κατά τινας μὲν ὁ ἀναφορεὺς τῆς ἀσπίδος, ὡς δέ τινες, τὸ διῆκον μέσον τῆς ἀσπίδος σιδήριον, ᾧ κρατεῖ τὴν ἀσπίδα ὁ στρατιώτης».
Middle Liddell
πόρπαξ, ᾱκος,
I. the handle of a shield, Soph., Eur., etc.; ἔχουσι πόρπακας [αἱ ἀσπίδες], i. e. they are ready for use, Ar.
II. part of a horse's headgear, Eur.