Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυειδής

From LSJ
Revision as of 11:24, 19 April 2024 by Spiros (talk | contribs)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυειδής Medium diacritics: πολυειδής Low diacritics: πολυειδής Capitals: ΠΟΛΥΕΙΔΗΣ
Transliteration A: polyeidḗs Transliteration B: polyeidēs Transliteration C: polyeidis Beta Code: polueidh/s

English (LSJ)

πολυειδές,
A of many kinds or of many forms, πολυειδῆ φθέγγεσθαι utter cries of diverse kinds, Th.7.71; opp. μονοειδής, Pl.R.612a; opp. ἁπλοῦς, Id.Phdr.238a codd.; τὸ δεινὸν… καὶ π. θρέμμα Id.R.590a, cf. Phd.80b; λόγος Hippias6; of music, Phld.Mus.p.64K. (Sup.); τὸ πολυειδές = πολυειδία, variety, multiplicity, τῶν χρωμάτων Arist.Col. 792b33: Comp. πολυειδέστερος D.H.Comp.19: Sup. πολυειδέστατος Ti.Locr.101b. Adv. πολυειδῶς = in various forms, in manifold ways D.H.Comp.26, Gal.10.113, Iamb.Myst.1.1, al.
II πολυειδὴς τροχίσκος, ὁ, name of a lozenge, Aët.12.64 bis (nisi leg. Πολυείδου).

German (Pape)

[Seite 662] ές, von allen Arten, vielgestaltig; Gegensatz von μονοειδής, Plat. Rep. X, 612 a; von ἁπλοῦν, Phaedr. 238 a; πολυειδέστατον καὶ ποικιλώτατον γένος, Tim. Locr. 101 b; πολυειδῆ φθέγγεσθαι, durch einander, Thuc. 7, 71; μορφή, Luc. de Dea Syr. 32; βίοι, Gall. 15; πολίτευμα, Pol. 24, 9, 3; a. Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de différentes sortes, varié.
Étymologie: πολύς, εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυειδής -ές [πολύς, εἶδος] veelvormig, veelsoortig:; πολυειδῆ φθέγγεσθαι veelsoortige geluiden produceren Thuc. 7.71.4; εἴτε πολυειδὴς εἴτε μονοειδής hetzij veelvormig, hetzij éénvormig Plat. Resp. 612a; subst. τὸ πολυειδές = verscheidenheid. Luc. 24.4.

Russian (Dvoretsky)

πολυειδής: многообразный, разнообразный, различный Plat., Polyb., Luc.: πολυειδῆ φθέγγεσθαι Thuc. издавать самые разнообразные возгласы.

Spanish

multiforme

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, ποικίλος (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ.
β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον γένος», Τίμ. Λοκρ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυειδές
(για χρώματα) η πολυειδία
2. φρ. α) «πολυειδῆ φθέγγομαι» — βγάζω ποικίλες φωνές
β. «πολυειδὴς τροχίσκος» — ονομασία παστίλιας.
επίρρ...
πολυειδώς / πολυειδῶς ΝΜΑ
ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -είδης].

Greek Monotonic

πολυειδής: -ές (εἶδος), αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, σε Θουκ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυειδής: -ές, ὁ ἐκ πολλῶν εἰδῶν ἀποτελούμενος, πολυειδῆ φθέγγομαι, ἐκβάλλω φωνὰς πολλῶν εἰδῶν, Θουκ. 7. 71· ἀντίθετον τῷ μονοειδής, Πλάτ. Πολ. 612Α· τῷ ἁπλοῦς, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 238Α· τὸ δεινόν... καὶ π. θρέμμα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 590Α, πρβλ. Φαίδωνα 80Β· τὸ π. = πολυειδία, Ἀριστ. π. Χρωμ. 3. 1. Ἐπίρρ. -δῶς, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.

Middle Liddell

πολυ-ειδής, ές εἶδος
of many kinds, Thuc., Plat.