ἀποκλάω
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
A break off, τὸ κέρας Str.10.2.19: aor. 2 part. ἀποκλάς Anacr.17:—Med., AP7.506 (Leon.):—Pass., σὺν ἱστίῳ.. ἄρμεν' ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.
2 dress vines, Ar.Fr.109 (unless from ἀποκλάζω (B)).
3 dub. sens. in Hp.Off.14 (s.v.l.).
ἀποκλάω [ᾱ], v. sub ἀποκλαίω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. ἀποκλάς Anacr.93.1]
1 quebrar, partir, romper ἰτρίου λεπτοῦ μικρὸν ἀποκλάς Anacr.l.c., τὸ κέρας Str.10.2.19, κλάδου ... ἀποκλωμένου Posidon.241, ἄκρα κορύμβου Nonn.D.12.343, ἥμισυ δὲ πρίστις ἀπεκλάσατο AP 7.506 (Leon.)
•en v. pas. χηνίσκον ἀποκεκλασμένον ID 366A.52 (III a.C.), cf. IG 11(2).161B.19 (Delos III a.C.), σὺν ἰστίῳ ἄρμενα πάντα ... ἀποκλασθέντα Theoc.22.14.
2 en v. med. curvarse (sc. σκέλος) ἀποκλᾶται Hp.Off.14.
v. ἀποκλαίω.
German (Pape)
[Seite 307] att. Form für ἀποκλαίω. (s. κλάω), abbrechen, Sp.; dav. ἀποκλάς für ἀποκλάσας Anacr. frg. 16 bei Ath. XI, 472 e, was Andere für subst. = ἀπόκλασμα nehmen.
French (Bailly abrégé)
1-ῶ :
briser.
Étymologie: ἀπό, κλάω².
2att. c. ἀποκλαίω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκλάω:
I
1 отламывать, ломать (Anacr.; med. Anth.; ἄρμενα ἀποκλασθέντα Theocr.; ὁ φοίνιξ ὑπὸ τῶν πνευμάτων ἀποκλασθείς Plut.),;
2 подрезывать виноградные лозы Arph.
II атт. = ἀποκλαίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκλάω: μέλλ. -άσω, ἀποθραύω, σπάνω τι ἀπό τινος, τὸ κέρας Στράβ. 458· ― μετοχ. ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀποκλὰς Ἀνακρ. Ἀποσπ. 16: ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 506: ― Παθ., σὺν ἱστίῳ ἄρμενα... ἀποκλασθέντα Θεόκρ. 22. 14. 2) κλαδεύω ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163.
Greek Monolingual
(I)
ἀποκλάω αττ. (Α)
βλ. αποκλαίω.
(II)
ἀποκλάω (Α)
σπάω, τσακίζω.
Greek Monotonic
ἀποκλάω: Αττ. αντί ἀπο-κλαίω.
• ἀποκλάω: μέλ. -κλάσω [ᾰ], σπάζω, αποσπώ κάτι από κάτι άλλο — Μέσ., σε Ανθ. — Παθ. μτχ. αορ. αʹ ἀποκλασθέντα, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
to break off:— Mid., Anth.: —Pass., aor1 part. ἀποκλασθέντα Theocr.