παλαιότης

From LSJ
Revision as of 15:55, 10 May 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιότης Medium diacritics: παλαιότης Low diacritics: παλαιότης Capitals: ΠΑΛΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: palaiótēs Transliteration B: palaiotēs Transliteration C: palaiotis Beta Code: palaio/ths

English (LSJ)

παλαιότητος, ἡ,
A age, παλαιότης καὶ πλῆθος ἐτῶν Aeschin.2.42; of seeds, Thphr.HP7.1.6.
2 more freq. antiquity, obsoleteness, π. γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις E.Hel.1056; ὑπὸ παλαιότητος Pl.Cra.421d; εἴτε παλαιότης εἴτε σαπρότης Id.R.609e; παλαιότης γράμματος, opp. καινότης πνεύματος, Ep.Rom.7.6; in Lit. Crit., D.H.Rh.10.19.

German (Pape)

[Seite 445] παλαιότητος, ἡ, das Alter, die Altertümlichkeit, das Langehersein; παλαιότης γὰρ τῷ λόγῳ γ' ἔνεστί τις, Eur. Hel. 1061; Plat. Crat. 421 d; neben σαπρότης, Rep. X, 609 f; καὶ πλῆθος ἐτῶν, Aesch. 2, 42; Sp., wie N.T.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
antiquité, ancienneté;
NT: caractère archaïque, caractère vétusté.
Étymologie: παλαιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιότης -ητος, ἡ [παλαιός] ouderdom, oude staat.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιότης: ητος ἡ
1 древность (sc. τοῦ λόγου Eur., Plat.);
2 старость, престарелость (π. καὶ πλῆθος ἐτῶν Aeschin.);
3 залежалость (τῶν σιτίων Plat.).

English (Strong)

from παλαιός; antiquatedness: oldness.

English (Thayer)

παλαιοτητος, ἡ (παλαιός), oldness: γράμματος, the old state of life controlled by 'the letter' of the law, καινότης, and γράμμα, 2c. (Euripides), Plato, Aeschines, Dio Cassius, 72,8.)

Greek Monotonic

πᾰλαιότης: -ητος, ἡ, αρχαιότητα, παλαιότητα, σε Ευρ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιότης: -ητος, ἡ, ἀρχαιότης, ἀπηρχαιωμένος χαρακτήρ, π. γὰρ τῷ λόγῳ γ’ ἔνεστί τις Εὐρ. Ἑλ. 1056· ὑπὸ παλαιότητος Πλάτ. Κρατ. 421D· εἴτε π. εἴτε σαπρότης ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 609F· - ἐπὶ προσώπων, Αἰσχίν. 33. 34.

Middle Liddell

πᾰλαιότης, ητος, ἡ, [from πᾰλαιός]
antiquity, obsoleteness, Eur., Plat.

Chinese

原文音譯:palaiÒthj 爬來哦帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:老(舊)
字義溯源:陳舊,舊樣,古老,過時的;源自(παλαιός)=古老的),而 (παλαιός)出自(πάλαι)*=從前)。參讀 (πάλαι)同源字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 舊樣(1) 羅7:6