χρίσμα
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
-ατος, το / χρῖσμα, ΝΜΑ
1. καθετί που επαλείφεται σε μια επιφάνεια, επίχρισμα, επάλειμμα
2. εκκλ. χριστιανικό μυστήριο που τελείται αμέσως μετά το βάπτισμα και συνδέεται με την χορήγηση στον βαπτισθέντα τών χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος
νεοελλ.
1. επικάλυψη επιφάνειας με μια ουσία, επίχριση, επάλειψη
2. εκκλ. το άγιο μύρο
3. μτφ. επίσημη αναγνώριση, ανακήρυξη, αναγόρευση («έλαβε το χρίσμα του υποψήφιου προέδρου»)
αρχ.
1. μύρο, μυρωδικό
2. το χοιρινό λίπος
3. ασβεστοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του χρῖμα, σχηματισμένος από το θ. χρῑσ- του χρίω «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ-χρῖσ-α)].