ἄπεπτος

From LSJ
Revision as of 15:39, 7 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπεπτος Medium diacritics: ἄπεπτος Low diacritics: άπεπτος Capitals: ΑΠΕΠΤΟΣ
Transliteration A: ápeptos Transliteration B: apeptos Transliteration C: apeptos Beta Code: a)/peptos

English (LSJ)

ἄπεπτον, (πέσσω)
A uncooked: undigested, of food, Hp.Epid.1.26.β, Arist.de An.416b5, al.; of humouns, crude, unconcocted, Hp. VM19; οὖρον Id.Acut.42; φύματα Id.Art.41, cf. Arist.Mete.384a33: Comp., Id.GA750b25: Sup., ib.745b20. Adv. ἀπέπτως = without being cooked, without cooking, raw, crudely Hp.Epid.1.5.
2 metaph., Arist.Mete.371a3, Plu.2.495b.
II suffering from indigestion, Ruf. ap. Orib.7.26.99, Aret.SD2.3; τὸ στόμα τῆς γαστρός Alex.Aphr.Pr.1.45.
III χῶραι ἄπεπτοι = countries where fruits ripen ill, Thphr. CP 6.18.12 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἄπεμπτος Gr.Nyss.M.44.168B
I 1no cocido, crudo de humores, Hp.VM 19, Arist.Mete.384a33, κόπρανα Hp.Epid.1.26.2, οὖρα Hp.Acut.42, φύματα Hp.Art.41, tb. en las plantas Gp.5.38.1
de otros elementos del cuerpo τὸ γεηρὸν ἐν τοῖς σώμασι Arist.GA 745b20, τι τῶν ἀτμῶν Gr.Nyss.l.c.
2 de alimento no digerido τροφή Arist.de An.416b5, Aret.SD 1.13.5.
3 fig. inmaduro, no hecho τὰ ὑπηνέμια (ᾠά) (huevos) hueros Arist.GA 750b25, οἷον ἐκνεφίας ἄ. (un remolino) es como un vendaval no en toda su fuerza Arist.Mete.371a3, ἀρχαί Plu.2.495b.
II 1de pers. que padece de indigestión Ruf. en Orib.7.26.99, Aret.SD 1.15.10
empachado τὸ στόμα τῆς γαστρός Alex.Aphr.Pr.1.45.
2 donde no maduran los frutos (χῶραι) Thphr.CP 6.18.12.
III adv. ἀπέπτως = sin cocer ref. a los humores ἤρξαντο ... ὑγραὶ ἀπέπτως Hp.Epid.1.5.

German (Pape)

[Seite 287] ungekocht; nicht zur Reise gebracht, Plut.; unverdaut, unverdaulich, Hippocr. u. Sp.; χῶραι, Gegenden, wo die Früchte nicht leicht reisen, Theophr. – Adv. ἀπέπτως, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non cuit, cru, âcre;
2 non digéré.
Étymologie: , πέπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἄπεπτος:
1 непереваренный (τροφή Arst.);
2 непереработанный, сырой (αἷμα Arst.; ἀναθυμιάσεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄπεπτος: -ον, (πέπτω) ἀμαγείρευτος· ἀχώνευτος, ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 970, Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 4, 19, κ. ἀλλ.· ἐπὶ καταστάσεως τοῦ σώματος ἢ ἐπὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ ἐξερχομένων περιττωμάτων καὶ ὑγρῶν, ὁ μὴ παθὼν τὴν ἀναγκαίαν φυσικὴν ἀλλοίωσιν, ἀχώνευτος, ὁ μὴ ὥριμος εἰσέτι, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16· ἀπέπτων… οὔρων ὁ αὐτ. 55. 15· κόπρανα ὁ αὐτ. Ἐπιδημ. 970· φύματα ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 807: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Ἐπιδημ. 1. 943. 2) μεταφ., ἀπ. καὶ ἀκράτητον ὑπὸ τῆς φύσεως Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 11, πρβλ. 3. 1, 6 κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἐκ δυσπεψίας ὑποφέρων, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3. ΙΙΙ. χῶραι ἄπ., χῶραι ἔνθα οἱ καρποὶ κακῶς καὶ δυσκόλως ὡριμάζουσι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 18, 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπεπτος, -ον)
(για τροφή) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη επεξεργασία μέσα στο πεπτικό σύστημα, αχώνευτος
αρχ.
1. (για περιττώματα ή ούρα) αυτός που δεν έχει πάθει την αναγκαία φυσική αλλοίωση, μή φυσιολογικός
2. εκείνος που υποφέρει από δυσπεψία
3. (για τόπους) αυτός στον οποίο οι καρποί ωριμάζουν με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πέσσω, αττ. πέττω «μαλακώνω, μαγειρεύω, χωνεύω»].