ὀρνιθίας
English (LSJ)
ὀρνιθίου, ὁ, in plural, (sc. ἄνεμοι) annual winds in spring,
A which brought the birds of passage, Hp.Epid.7.105, Democr.14, Arist.Mete.362a23, Mu.395a4; βορέαι PHib.27.59, cf. Gem.Calend.9, Adam.Vent.44 (νότοι ib.45): hence in Ar.Ach.877, χειμὼν ὀρνιθίας a tempest of birds, a fowl-wind.
II ὀρνιθίας, α, ὁ, dealer in birds, Lib.Arg.D.19, Tz.H.6.56.
German (Pape)
[Seite 383] die Vögel betreffend, ἄνεμοι, οἱ, Nordwind im Frühling, mit dem die Zugvögel ankommen, Arist. mund. 4, 15; aber χειμὼν ὀρν., Ar. Ach. 842, ein Sturmwind, der die Vögel verscheucht.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθίᾱς: ὀρνιθίου adj. m птичий: ὀρνιθίαι ἄνεμοι Arst. птичьи ветры (дующие с севера зимой и весной, т. е. во время перелета птиц на юг); χειμὼν ὀ. Arph. разгоняющая птиц буря.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθίας: -ου, ὁ· - ὀρνιθίαι ἄνεμοι, οἱ βόρειοι ἄνεμοι τοῦ χειμῶνος καὶ τοῦ ἔαρος, οἵτινες φέρουσι τὰ ἀποδημητικὰ πτηνά, Ἱππ. 1236Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 10, π. Κόσμου 4. 15· - ἐντεῦθεν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 877, χειμὼν ὀρνιθίας, θύελλα ἐξ ὀρνίθων, ἄνεμος πλήρης ὀρνίθων. ΙΙ. ἔμπορος ὀρνίθων, Λιβαν. Ὑπόθεσ. εἰς Δημ. 334. 6, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 56.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀρνιθίας)
άνεμος ο οποίος πνέει κατά την άνοιξη από βόρειες διευθύνσεις και οφείλει την ονομασία αυτή στην εντύπωση ότι διευκολύνει τα αποδημητικά πτηνά κατά τις μετακινήσεις τους προς τα νότια
μσν.
έμπορος πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + κατάλ. -ίας (πρβλ. κλιμακίας)].