ἐπαφρίζω
English (LSJ)
A foam up or foam on the surface, Mosch.Fr.1, Nic.Al. 32.
2 c. acc., foam out, αἰσχύνας Ep.Jud. 13.
German (Pape)
[Seite 907] aufschäumen; Mosch. 5, 5; Nic. Al. 31.
French (Bailly abrégé)
se couvrir d'écume.
Étymologie: ἐπί, ἀφρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαφρίζω: пениться (κύματα θαλάσσης ἐπαφρίζοντα NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαφρίζω: παράγω ἀφρὸν ἐπάνω ἢ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, Μόσχ. 5. 5, Νικ. Ἀλεξιφ. 32.
English (Strong)
from ἐπί and ἀφρίζω; to foam upon, i.e. (figuratively) to exhibit (a vile passion): foam out.
English (Thayer)
to foam up (Mosch. 5,5); to cast out as foam, foam out: τί, κύματα ἐπαφρίζοντα τάς ἑαυτῶν αἰσχύνας, i. e. (dropping the figure) impelled by their restless passions, they unblushingly exhibit, in word and deed, their base and abandoned spirit; cf. Isaiah 57:20.
Greek Monolingual
ἐπαφρίζω (AM)
αφρίζω στην επιφάνεια («γροῦς καὶ τὸ ἐπαφρίζον ταῖς χύτραις», Ευστ.)
αρχ.
απορρίπτω ως αφρό («κύματα... θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας», ΚΔ).
Greek Monotonic
ἐπαφρίζω: μέλ. -σω, αφρίζω πάνω ή στην επιφάνεια, σε Μόσχ.
Middle Liddell
fut. σω
to foam up or on the surface, Mosch.
Chinese
原文音譯:™pafr⋯zw 誒普-阿弗里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在上-泡沫(化)
字義溯源:流泡沫,湧出沫子;湧出,由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(ἀφρίζω)=口流泡沫)組成;而 (ἀφρίζω)出自(ἀφρός)*=泡沫)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 湧出(1) 猶1:13