ἐπισταθμία
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
v. ἐπισταθμεία.
German (Pape)
[Seite 982] ἡ, das Einkehren in ein Quartier, ποιεῖσθαι παρά τινι, sich einquartieren, D. Sic. 17, 47; die Einquartierung od. Verpflichtung, Einquartierung zu nehmen, Plut. Sert. 6 u. a. Sp.; v.l. ist oft ἐπισταθμεία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 logement militaire, quartier;
2 obligation de loger (des militaires, certains personnages, etc.).
Étymologie: ἐπίσταθμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισταθμία: ἡ
1 расквартирование, постой (ἐπισταθμίαν ποιεῖσθαι παρά τινι Diod.);
2 постойная повинность (τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξαι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισταθμία: ἡ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι παρά τινι, καταλύειν παρά τινι, Διόδ. 17. 47 (διάφ. γραφ. -είαν), πρβλ. Ἐκλογ. 603. 92 καὶ 96. ΙΙ. ὑποχρέωσις τοῦ παρέχειν κατάλυμα εἴς τινα, κυρίως εἰς στρατιώτην, μάλιστα δὲ τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξας ἠγαπήθη, «τῆς ἀνάγκης τοῦ οἴκησιν καὶ τροφὴν παρέχειν τοῖς στρατιώταις· τοῦτο γὰρ ἐσήμαινον αἱ ἐπισταθμίαι, ὃ παρὰ τοῖς Τούρκοις τὰ καλούμενα κονάκια» Κοραῆς (τ. 4. σ. 330), Πλουτ. Σερτώρ. 6, Κικ. Ἀττ. 13. 52, 2.
Greek Monolingual
η (AM ἐπισταθμία
Α και ἐπισταθμεία) επίσταθμος
κατάλυμα
νεοελλ.
η παραμονή στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια πορείας
αρχ.
υποχρέωση παροχής καταλύματος σε στρατιώτη.
Greek Monotonic
ἐπισταθμία: ἡ, υποχρέωση παροχής καταλύματος σε κάποιον, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπισταθμία, ἡ,
a liability to have persons quartered on one, Plut.
Translations
lodging
Arabic: إِقَامَة; Belarusian: жыллё, начлег; Bulgarian: жилище; Chinese Mandarin: 住宿, 寄宿; Czech: ubytování, nocleh; Dutch: onderdak, logies; Finnish: majapaikka, majoitus; French: logement, hébergement; German: Unterkunft; Greek: κατάλυμα; Ancient Greek: αὔλισις, αὔλισμα, αὐλισμός, ἐνδημία, ἐπισταθμεία, ἐπισταθμία, καταγωγεῖον, καταγώγιον, κατακοίμησις, κατάλυμα, καταλυμάτιον, κατάλυσις, καταλυτήριον, ξενία, ξενοδοκεῖον, ξενοδοχεῖον, ξενοδόχημα, ξενόστασις, ξενών, στάσις; Hindi: आवास; Hungarian: szállás, szálláshely; Irish: lóistín; Italian: alloggio; Japanese: 宿泊; Korean: 숙박; Lao: ທີ່ພັກ; Macedonian: сместување; Manx: aaght; Persian: اسکان; Plautdietsch: Wonunk; Polish: kwatera, nocleg; Portuguese: alojamento; Quechua: tampu; Romanian: găzduire, camere de închiriat; Russian: жилище, жильё, ночлег; Serbo-Croatian Cyrillic: смјештај; Roman: smještaj; Slovak: ubytovanie, nocľah; Slovene: nastanitev; Spanish: alojamiento, hospedaje; Swedish: logi; Thai: ที่พัก; Ukrainian: житло, нічлі́г; Vietnamese: chỗ ở