Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

indestructible

From LSJ
Revision as of 05:34, 25 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for indestructible - Opens in new window

adjective

P. ἀδιάφθορος, ἀνώλεθρος, Ar. and V. ἄφθιτος.

Spanish > Greek

ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος