ἀνταπόκρισις
English (LSJ)
εως, ἡ, correspondence (cf. ἀνταποκρίνομαι II), ib. 8, Iamb. in Nic. p. 36P.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 respuesta, contestación LXX Ib.13.22, 34.36, Cyr.Al.M.77.1025B.
2 correspondencia, acción de corresponder μέχρις ἂν εἰς τὰ ἄκρα ἡ ἀ. τελευτήσῃ Nicom.Ar.1.8.11, ἑτερώνυμος ἡ ἀ. γίνεται Iambl.in Nic.p.36.
German (Pape)
[Seite 244] ἡ, das gegenseitige Entsprechen, Nicom. arithm. 1, 8.
Greek Monolingual
η (Α ἀνταπόκρισις)
η αναλογία, η αντιστοιχία
νεοελλ.
1. επικοινωνία με γραπτό ή προφορικό λόγο
2. ανταπόδοση
3. δημοσίευμα που στέλνεται σε εφημερίδα (ή πληροφορία σε ραδιόφωνο, τηλεόραση) από συνεργάτη-ανταποκριτή ο οποίος εργάζεται σε άλλη χώρα ή περιοχή
4. (για συγκοινωνιακά μέσα) συντονισμός του χρόνου άφιξης-αναχώρησης
μσν.
απάντηση.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπόκρισις: -εως, ἡ, ἀπόκρισις, ἐμοὶ λόγον δός, ἀνταπόκρισιν λάβε Νικήτ. Εὐγεν. 1. 266.