πελλός

From LSJ
Revision as of 10:14, 7 October 2024 by lsj>Spiros

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελλός Medium diacritics: πελλός Low diacritics: πελλός Capitals: ΠΕΛΛΟΣ
Transliteration A: pellós Transliteration B: pellos Transliteration C: pellos Beta Code: pello/s

English (LSJ)

πελλή, πελλόν, (or πέλλος, η, ον, the accent varies in codd.) dark-coloured, dusky, πελλὴ μηκάς dub. in S. Fr.509; πελλὰ ὄϊς Theoc. 5.99, cf. S.Fr. 114; βοῦς EM659.38; πελλὸς ἐρῳδιός Arist. HA609b22; πελλὸς σποδός cj. in Phoen. 1.24; = Lat. pullus, (ἱμάτιον) IG14.644 (Supp.Epigr.4.70, Western Locr.); Sicyonian for κιρρός, Zenod. ap. Gal. 19.129. (Cf. πελιός, πελιδνός, πολιός; Skt. palitás 'grey', Lat. palleo, pullus.)

German (Pape)

[Seite 551] (vgl. πολιός, pullus), schwärzlich, dunkelfarbig, bleifarbig, Hesych. erkl. φαιὸν χρῶμα ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ; bei E. M. p. 659, 38 steht πέλλη βοῦς accentuirt, wie πέλος aus Soph. frg. 122 citirt wird; ὄϊν πελλάν Theocr. 5, 99, ἐρωδιός, Arist. H. A. 9, 1, u. sonst bei Sp. einzeln.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελλός -ή -όν [~ πελιός] grijs, donker:. πελλὰ ὄϊς donker schaap Theocr. Id. 5.99.

Russian (Dvoretsky)

πελλός: Theocr., Arst. = πελός.

Greek Monolingual

και πελός, -ή, -όν, αρσ. και πέλλος, Α 1. αυτός που έχει σκούρο χρώμα, φαιόχρους, σκουρόχρωμος
2. (στη Σικυώνα) κιρρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πελιδνός.

Greek (Liddell-Scott)

πελόςπελλός, ή, όν, φαιός, φαιόχρους, μολυβδόχρους, πελὴ μηκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 122, ἔνθα ἴδε Dind. (ed. 2)· πελλὴ ὄϊς Θεόκρ. 5. 99· πελλὸς ἐρῳδιὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23 π. σποδὸς Φοίνικος Ἀποσπ. 2. 23 Meineke. (Πρβλ. πελιός, πελιδνός, πολιός, Πέλοψ, Πελίας, καὶ ἴσως Πελασγός· Σανσκρ. palitas (cinus)· Λατ. palleo, pullus· Ἀρχ. Γερμ. fal-o). ― Καθ’ Ἡσύχ.: πελλόν· φαιὸν χρῶμα, ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ».