συγγνωστός
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
συγγνωστόν, also ή, όν Sch.S. Tr.727:—
A pardonable, allowable, E.Heracl.435,981, Ar.Th.418, Phld. Mort.20, etc.; συγγνωστόν or συγγνωστά ἐστι, c. inf., S.Fr.352, E. Alc.139, Med.491,703, cf. Ba.1039: c. part., αὐτοῖς συγγνωστὰ πλάττουσιν..they may be forgiven for.., v.l.in Plu.2.1083f.
2 of persons, σ. τῆς φιλοτιμίας Philostr.VS1.8.3, cf. Max.Tyr.4.3: c.part., σ. ἐπικλασθείς for being... Plu.Cor.36, cf. Luc.Anach.34; σ. εἰ.. Id.DDeor.6.3.
German (Pape)
[Seite 962] verziehen, zu verzeihen; Soph. frg. 323; Eur. Hec. 1107 u. öfter; ξύγγνωστος, Ar. Th. 418.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
pardonnable, excusable ; συγγνωστόν ἐστι ou συγγνωστά ἐστι avec l'inf., c'est chose pardonnable de, que ou si ; αὐτοῖς συγγνωστόν avec un part. PLUT c'est chose pardonnable pour eux de, ils sont excusables de ; συγγνωστός avec un part. PLUT (il est) excusable de.
Étymologie: συγγιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγγνωστός -όν [συγγιγνώσκω] van zaken vergeeflijk συγγνωστόν/συγγνωστά (ἐστι) met (dat. en) inf., of met AcI: het is iem. te vergeven dat..., het is vergeeflijk dat iem..;... συγγνώστ’ ἂν ἦν σοι τοῦδ’ ἐρασθῆναι λέχους het zou je te vergeven zijn dat je naar deze relatie verlangde Eur. Med. 491; van personen te vergeven, (iem.) niet kwalijk te nemen συγγνωστός (ἐστι) met ptc. het is hem te vergeven dat....; ὑμεῖς... συγγνωστοὶ ἐν ὅπλοις ἀεὶ βιοῦντες het is vergeeflijk dat jullie altijd onder de wapens hebben geleefd (= altijd gewapend door het leven gaan) Luc. 37.34; met εἰ:. συγγνωστὸς... εἰ καλόν σε οὕτως ὄντα ἐπείρα het valt hem te vergeven als hij jou, terwijl je zo mooi bent, probeerde te versieren Luc. 79.3.
Russian (Dvoretsky)
συγγνωστός: [adj. verb. к συγγιγνώσκω
1 извинительный, простительный, допустимый (τινι Soph., Eur., Arph., Plut.);
2 (о людях), заслуживающий снисхождения Luc.: συγγνωστὸν ποιεῖν τινα Plut. приводить в чье-л. оправдание, оправдывать кого-л.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγγνωστός, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή Α συγγιγνώσκω
άξιος συγγνώμης, αυτός που πρέπει ή μπορεί να συγχωρηθεί
νεοελλ.
συνεκδ. αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένος
αρχ.
φρ. «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» — είναι άξιο συγχώρησης το να....
επίρρ...
συγγνωστῶς Μ
κατά τρόπο συγγνωστό.
Greek Monotonic
συγγνωστός: -όν, ρημ. επίθ., αυτός που είναι δυνατόν να συγχωρεθεί, που επιτρέπεται να συγχωρεθεί, που επιδέχεται συγχώρησης, συγχωρητέος, συγχωρήσιμος, σε Ευρ. κ.λπ.· συγγνωστὸν ή συγγνωστά ἐστι, με απαρ., στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνωστός: -όν, καὶ ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Σοφ. Τρ. 729 ἡ, όν· - ῥημ. ἐπίθετ., συγχωρητός, ἄξιος συγγνώμης, δυνάμενος νὰ συγχωρηθῇ, Εὐρ. Ἡρακλ. 435, 981, Βάκχ. 1039, Ἀριστοφ. Θεσμ. 418, κτλ.· - συγγνωστὸν ἢ συγγνωστά ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Σοφ. Ἀποσπ. 323, Εὐρ. Ἄλκ. 140, Μήδ. 491, 703, κτλ.· μετὰ μετοχ., αὐτοῖς συγγνωστὸν πλάττουσιν ..., εἶναι συγχωρητοὶ διά ..., Πλούτ. 2. 1083F. 2) ἐπὶ προσώπων, σ. τῆς φιλοτιμίας Φιλόστρ. 491, πρβλ. Μάξ. Τύρ. 4. 3· μετὰ μετοχ., σ. ἐπικλασθείς, ἐπὶ τῷ ὅτι ... Πλουτ. Κοριολ. 36, πρβλ. Λουκ. Ἀνάχ. 34· σ. εἰ ..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 3. - Ἐπίρρ. -τῶς, μεταγεν., Θεόδ. Μετοχ. σ. 498Β.
Middle Liddell
συγ-γνωστός, όν verb. adj.]
to be pardoned, pardonable, allowable, Eur., etc.:— συγγνωστόν or συγγνωστά ἐστι, c. inf., Eur.