κολακευτικός

From LSJ
Revision as of 12:18, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "( " to "(")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰκευτικός Medium diacritics: κολακευτικός Low diacritics: κολακευτικός Capitals: ΚΟΛΑΚΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kolakeutikós Transliteration B: kolakeutikos Transliteration C: kolakeftikos Beta Code: kolakeutiko/s

English (LSJ)

κολακευτική, κολακευτικόν, sycophantic, Luc.Cal.10; ἡ κολακευτική (sc. τέχνη), = κολακεία, Pl.Grg. 464c; κ. τέχναι Phld.Lib.p.42 O.: Sup., Gal.10.4. Adv. κολακευτικῶς Str.17.1.43 (v.l. κολακικῶς), Poll.4.51, Charito 8.4.

German (Pape)

[Seite 1472] zum Schmeicheln geneigt, schmeichlerisch; τέχνη Plat. Gorg. 464 c; Luc. de calumn. 10; a. Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à flatter, habile à flatter;
Cp. κολακευτικώτερος.
Étymologie: κολακεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολακευτικός -ή -όν [κολακεύω] tot vleien geneigd, vleiend ingesteld; subst. ἡ κολακευτική (sc. τέχνη) de kunst van het vleien, vleierij.

Russian (Dvoretsky)

κολᾰκευτικός: льстивый, заискивающий, угодливый Luc.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κολακευτικός, -ή, -όν) κολακεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολακεία ή που προσιδιάζει ή αποβλέπει σε κολακεία (α. «κολακευτικός λόγος» β. «κολακευτικὸς σοφιστής», Πολυδ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ρέπει στο να κολακεύει, κόλακας, γαλίφης («ὁ μὲν χρηστός... εὐθὺς ἀνατέτραπται... ὁ δὲ κολακευτικώτερος καὶ πρὸς τὰς τοιαύτας κακοηθείας πιθανώτερος εὐδοκιμεῖ», Λουκιαν.)
νεοελλ.
επαινετικός, τιμητικός («αυτά που μού είπε δεν ήταν καθόλου κολακευτικά για σένα»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κολακευτική (ενν. τέχνη)
η κολακεία.
επίρρ...
κολακευτικός και -ά (AM κολακευτικῶς)
1. με κολακεία, με κολακευτικό τρόπο
2. επαινετικά, τιμητικά.

Greek Monotonic

κολᾰκευτικός: -ή, -όν, αυτός που αγαπάει την κολακεία, αυτός που έχει προδιάθεση στην κολακεία, σε Λουκ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη) = κολακεία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κολακευτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κολακεύῃ, ὁ ἐνέχων κολακείαν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν κολακείαν, Λουκ. π. Διαβολ. 10· ἡ -κή (δηλ. τέχνη) = κολακεία, Πλάτ. Γοργ. 464C. Ἐπίρρ. -κῶς, Χαρίτων 8. 4.

Middle Liddell

κολακευτικός, ή, όν [from κολᾰκεύω]
disposed to flatter, flattering, fawning, Luc.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ = κολακεία, Plat.

English (Woodhouse)

flattering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)