εἰσαφικνέομαι

From LSJ
Revision as of 07:34, 19 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσαφικνέομαι Medium diacritics: εἰσαφικνέομαι Low diacritics: εισαφικνέομαι Capitals: ΕΙΣΑΦΙΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: eisaphiknéomai Transliteration B: eisaphikneomai Transliteration C: eisafikneomai Beta Code: ei)safikne/omai

English (LSJ)

Ion. ἐσαπικνέομαι, 2sg. aor. subj. εἰσαφίκηαι Hes.Fr.170:—come into or to, arrive at, c. acc., Ἴλιον εἰσαφικέσθαι Il.22.17; συβώτην εἰσαφικνέομαι go into his house, Od.13.404; Σειρῆνας S.Fr.861; Ἑλλάδα E.Andr.13; ὥς τινα εἰ. Isoc.4.45: c. dat., τῇ τε ἄλλῃ (sc. χώρῃ) καὶ δὴ καὶ ἐς τὸ Ἄργος Hdt.1.1; φήμη ἐς. τοῖσι Ἕλλησι Id.9.100: abs., arrive, ib.101; οἱ εἰσαφικνούμενοι = visitors to a country, X.Vect.3.12, cf. Pl.Men.92b, IG22.1191.17: c. gen., σοφιστοῦ (nisi leg. ) D.Chr.19.3.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσαπικνέομαι Hdt.1.1, 9.101
• Morfología: [pres. inf. ἐσαπικνέεσθαι Hdt.1.1; aor. subj. 2a sg. εἰσαφίκηαι Hes.Fr.283.2, inf. ἐσαπικέσθαι Hdt.9.101]
1 c. suj. de pers. o abstr. llegar c. ac. de direcc. c. o sin prep. πρὶν Ἴλιον εἰσαφικέσθαι Il.22.17, Ἑλλάδ' E.Andr.13, cf. Tr.490, A.R.4.302, ἐς Ἄργος Hdt.1.1, εἰς τὸ ἱερόν IG 22.1191.17 (IV a.C.), Ἄϊδος δόμον IUrb.Rom.1200.7 (III/IV d.C.)
c. ac. pers. llegar junto a, donde συβώτην εἰσαφικέσθαι Od.13.404, Σειρῆνας S.Fr.861, τὸ πλῆθος τῶν εἰσαφικνουμένων ὡς ἡμᾶς Isoc.4.45, tb. c. ac. elidido y gen. de pers. ἐπειδὰν εἰσαφίκωμαι σοφιστοῦ (οἶκον) D.Chr.19.3
c. dat. διάδηλον τύπῳ τὴν αἴσθησιν τῷ ὅλῳ καὶ παντὶ εἰσαφικνεῖσθαι Plot.4.9.2
s. determ. πρὶν ἢ τὴν φήμην ἐσαπικέσθαι Hdt.9.101, cf. 100, ὅσοι ... εἰσαφικνοῦνται ἑκάστοτε Pl.Lg.848a, οἱ εἰσαφικνούμενοι los visitantes de una ciudad, X.Vect.3.12, cf. 5.1, (πόλεις) ἐῶσαι αὐτοὺς εἰσαφικνεῖσθαι καὶ οὐκ ἐξελαύνουσαι ciudades que les permiten la entrada en lugar de echarlos Pl.Men.92b.
2 c. suj. de cosa venir de fuera, ser importado δεῖ τὰ εἰσαφικνούμενα ... ὅπλα μὴ ἐκφέρεσθαι ... εἰς τὴν ἀγοράν Aen.Tact.30.2.

German (Pape)

[Seite 741] (s. ἱκνέομαι), hineinkommen; συβώτην, zum Sauhirten, in dessen Haus, Od. 15, 38; χώρῃ – ἐς Ἄργος ἐσαπικνέεσθαι Her. 1, 1; vom Gerücht, 9, 100, wo es auch mit dem dat. verbunden ist, τοῖσι Ἕλλησι φήμη ἐσαπίκετο, vgl. 9, 101; ὥς τινα, Isocr. 4, 45; αἱ πόλεις ἐῶσαι εἰσαφικνεῖσθαι αὐτούς Plat. Men. 92 b.

French (Bailly abrégé)

εἰσαφικνοῦμαι;
1 arriver jusque dans ou jusqu'à : τινα entrer chez qqn ; ἐσαπικνέεσθαι (ion.) ἐς πόλιν HDT arriver dans une ville ; fig. τοῖσι Ἕλλησι φήμη ἐσαπίκετο (ion.) HDT le bruit se répandit parmi les Grecs ; abs. arriver;
2 arriver près de : Ἴλιον IL près d'Ilion ; ὥς τινα près de qqn.
Étymologie: εἰς, ἀφικνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰσαφικνέομαι: ион. ἐσαπικνέομαι приходить, прибывать (συβώτην Hom.; Ἑλλάδα Eur.; ἐς Ἄργος Her.; ὥς τινα Isocr.; δῆμον Ἀθηνῶν Plut.): αἱ πόλεις ἐῶσαι εἰ. τινα Plat. доступные (открытые) для кого-л. города; πρὶν τὴν φήμην ἐσαπικέσθαι Her. прежде, чем дошла эта весть.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσαφικνέομαι: Ἰων. ἐσαπικνέομαι: μέλλ. -ίξομαι, ἀποθ., φθάνω εἰς, μετ’ αἰτ., Ἴλιον εἰσαφικέσθαι Ἰλ. Χ. 17· συβώτην εἰσαφικέσθαι, νὰ ὑπάγῃς εἰς τὸν χοιροβοσκόν, Ὀδ. Ν. 404, Ο. 38· οὕτω παρ’ Ἀττ., Σειρῆνας εἰσαφικόμην Σοφ. Ἀποσπ. 407· Ἑλλάδα Εὐρ. Ἀνδρ. 13· καταγώγια Ξεν. Πόροι 3. 12· ὡσαύτως, ὥς τινα εἰσαφ. Ἰσοκρ. 49Ε· ἐσαπ. ἐς τόπον Ἡρόδ. 1. 2· καὶ μετὰ δοτ., ὁ αὐτ. 1. 1., 9. 100· ἀπολ., ἀφικνοῦμαι, φθάνω, ὁ αὐτ. 9. 101, καὶ Ἀττ.

Greek Monotonic

εἰσαφικνέομαι: Ιων. ἐσ-απικνέομαι, μέλ. -αφίξομαι, αόρ. βʹ -αφικόμην· αποθ., έρχομαι σε ή προς, καταφθάνω, προσέρχομαι σ' ένα μέρος, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.· ἐσαπ. ἐς τόπον, σε Ηρόδ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.

Middle Liddell

ionic ἐσ-απικνέομαι fut. -αφίξομαι aor2 -αφικόμην
Dep.:— to come into or to, reach or arrive at a place, c. acc., Od., Eur.; ἐσαπ. ἐς τόπον Hdt.; also c. dat., Hdt.