χάλκωμα

From LSJ
Revision as of 22:04, 21 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκωμα Medium diacritics: χάλκωμα Low diacritics: χάλκωμα Capitals: ΧΑΛΚΩΜΑ
Transliteration A: chálkōma Transliteration B: chalkōma Transliteration C: chalkoma Beta Code: xa/lkwma

English (LSJ)

χαλκώματος, τό,
A anything made of bronze or copper, vessel, instrument, Ar.V.1214, Fr.436, Lys.19.27, X.An.4.1.8, Sophr.30, Nicostr.21.4, PCair.Zen.40.1 (iii B. C.), BGU993 iii 12 (ii B. C.), Sor.2.29, etc.; ἀσπίδος τὸ χάλκωμα the bronze-work, opp. τὸ ξύλον, Arist.Mete.371a26, cf. Aen. Tact.37.7; cauldron, Plu.Demetr.24.
2 copper plate or tablet, for engraving records on, Plb.3.26.1, 3.33.18, IG9(1).685, al. (Corcyra, ii B. C.), 14.612 (Rhegium, i B. C.), 952.22 (Agrigentum, iii B. C.), 953.24 (Melita, iii B. C.); written χάλχωμα, JHS32.160 (Pisidia).
b generally, metal plate, Plb.6.23.14.
3 beak of a ship, D.S.20.9, Plu.Ant.67, etc.

German (Pape)

[Seite 1332] τό, alles aus Erz od. Kupfer Gemachte, ehernes od. kupfernes Geräth; Ar. Vesp. 1214; σύμμικτα Lys. 19, 27; Xen. An. 4, 1,8; eherne Tafel, Pol. 3, 26, 1, u. sonst. Bes. ein kupferner Badekessel, Plut. Demetr. 24.

French (Bailly abrégé)

χαλκώματος (τό) :
vase d'airain.
Étymologie: χαλκός.

Russian (Dvoretsky)

χάλκωμα: χαλκώματος τό
1 медный сосуд Lys., Arph., Xen.;
2 медная ванна Plut.;
3 медная доска (таблица) Polyb.;
4 медный нос корабля Plut., Diod.;
5 медная часть (ἀσπίδος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

χάλκωμα: τό, ἐκ χαλκοῦ κατεσκευασμένον ἀγγεῖονσκεῦοςἐργαλεῖονἄλλο τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Σφ. 1214, Ἀποσπ. 381, Λυσίας 154. 22, Ἀποσπ. 32, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 8, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 229F, Ξεν., κλπ.˙ ἀσπίδος τὸ χ., τὸ ἐκ χαλκοῦ μέρος αὐτῆς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξύλον, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 11˙ - ἀγγεῖον πρὸς λοῦσιν, λουτρόν, Πλουτ. Δημήτρ. 24. 2) πινακὶς ἐκ χαλκοῦ, ἐφ’ ἧς ἐχαράττοντο χρονογραφήματα, ὑπομνήματα, κτλ. Πολύβ. 3. 26, 1, 3. 33, 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 1841 κἑξ.˙ - καθόλου πινακὶς ἢ πλὰξ ἐκ μετάλλου, Πολύβ. 6. 23. 14. 3) τὸ χαλκοῦν ἔμβολον τοῦ πλοίου, Διόδ. 20. 9, Πλουτ. Ἀντών. 67, κλπ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και χάρκωμα Ν, και χάλχωμα Α χαλκῶ
σκεύος ή εργαλείο ή άλλο αντικείμενο κατασκευασμένο από χαλκό
νεοελλ.
(στον πληθ. με περιλπτ. σημ.) τα χαλκώματα
α) χάλκινα μαγειρικά σκεύη, κν. μπακίρια
β) το σύνολο τών σκευών που δίνονται στην νύφη ως προίκα
νεοελλ.-μσν.
χαλκός
αρχ.
1. χάλκινο αγγείο που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά («ἀφελὼν τὸ πῶμα τοῦ χαλκώματος εἰς ζέον ὕδωρ ἐνήλατο καὶ διέφθειρεν αὐτόν», Πλούτ.)
2. πλάκα, πινακίδα από χαλκό στην οποία χάραζαν υπομνήματα και άλλες σημειώσεις
3. (γενικά) πλάκα, πινακίδα από μέταλλο
4. χάλκινο έμβολο πλοίου («ἔλαβόν τε καὶ τὰ χαλκώματα τῶν Ἀγαθοκλέους νεῶν εἰς τὰς ἰδίας τριήρεις», Διόδ.)
5. μεταλλικό ηχείο της λύρας
6. φρ. «ἀσπίδος τὸ χάλκωμα» — το χάλκινο μέρος της ασπίδας (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

χάλκωμα: χαλκώματος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο αγγείο, σκεύος, όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο έμβολο πλοίου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χάλκωμα, χαλκώματος, τό, [from χαλκόω
anything made of bronze or copper, a brass utensil, vessel, instrument, Ar., Xen.: the brasen beak of a ship, Plut.

English (Woodhouse)

brazen vessel, copper vessel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)