ἄσκιος
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
α, ον,
A unshaded, ὄρεα Pi.N.6.45 (v.l. δασκίοις) ; αὐγή, ἀκτῖνες, Ph.1.485,579.
II shadowless, Theopomp.Hist.313, Cleom.1.10, Str.17.1.48, Hld.9.22.
III = ἀσκίαστος ΙΙ, Zos.Alch.p.183 B.
IV (ἀ- intens.) dull, of colour, Thphr. Sens.78.
2 ἄσκιος ὕλη· ἡ δασεῖα ὕλη, Hsch.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1no interferido por sombras, de una claridad absoluta τὰ μὲν οὖν σκληρὰ τῶν λευκῶν ... ἄσκια καὶ εὐαγῆ Thphr.Sens.73, cf. 78 (= Democr.A 135), αὐγή Ph.1.485, Porph.Sent.29, ἀκτῖνες Ph.1.579, cf. 1.654, 2.18
•carente de sombra de una ciudad arrasada AP 7.723, en astr., de los lugares cuando tienen el sol en el cénit, Ach.Tat.Intr.Arat.31.
2 que no proyecta sombra de pers., c. ref. a un suceso sobrenatural ἀσκίους γίνεσθαι Theopomp.Hist.343
•astr., al mediodía, del γνώμων en el observatorio de Siena (Egipto) Str.17.1.48, Plu.2.411a, Cleom.1.101.53, Hld.9.22.4, ἄσκια γίνεται τὰ φωηζόμενα ὑπ' αὐτοῦ (ἡλίου) Posidon.115.
II alquim. no cubierto de orín Zos.Alch.183.3. < ἄσκιος ἀσκίπων > ἄσκιος, -ον
• Alolema(s): ἀσκι ICr.2.19.7.9 (Falasarna IV a.C.)
1 sombrío ἄ. ὕλη· ἡ δασεῖα ὕλη Hsch.
2 ἄσκιον oscuridad palabra mágica de la fórmula llamada Ἐφέσια γράμματα Andrócides pitagórico en Clem.Al.Strom.5.8.45, ICr.l.c., Hsch.s.u. Ἐφέσια γράμματα, cf. quizá el prov. οὐκ ἄσκιον explicado como «tener miedo sin motivo» en App.Prou.4.46 (pero cf. ἀσκίον).
German (Pape)
[Seite 371] (σκία), 1) schattenlos, Pol. 16, 12. – 2) mit α euphon., schattig, ὄρεα Pind. N. 6, 45; Strab. XVII, 817.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans ombre.
Étymologie: ἀ, σκιά.
Greek Monolingual
ἄσκιος, -ον (Α) σκιά
1. αυτός που δεν έχει σκιά, που δεν πέφτει επάνω του σκιά
2. εκείνος που είναι πολύ σκιερός, ο κατάσκιος (από τα δέντρα)
3. (για χρώμα) ο σκούρος, ο σκοτεινός.
Greek Monotonic
ἄσκιος: -ον (σκιά), αυτός που δεν έχει σκιά, σύνδενδρος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσκιος:
1 покрытый тенью, тенистый (v.l. δάσκιος), по друг. - лишенный тени (ὄρεα Pind.);
2 не отбрасывающий тени (γνώμων Diod., Plut.): ἀσκίους γίνεσθαι Polyb. лишаться собственной тени.
Middle Liddell
σκιά
unshaded, Pind.