κήλημα
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
-ατος, τό, charm, spell, in plural, Ibyc. 2, E.Tr.893: sg., Id.Hyps.Fr.26(32).
German (Pape)
[Seite 1431] τό, Bezauberung, Täuschung, Eur. Troad. 393; Ibyc. beim Schol. Plat. p. 40 vom Liebeszauber.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
charme magique ; charme, séduction.
Étymologie: κηλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήλημα -τος, τό [κηλέω] tovermiddel.
Russian (Dvoretsky)
κήλημα: ατος τό очарование, прелесть Eur.
Greek Monolingual
κήλημα, -ήματος, τὸ (Α) κηλώ
γοητεία, μαγεία, μαγικό θέλγητρο, μαγικό φίλτρο.
Greek Monotonic
κήλημα: -ατος, τό, μαγικό θέλγητρο, φυλαχτό, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κήλημα: τό, μαγικὸν θέλγητρον, Ἴβυκ. 2, Εὐρ. Τρῳ. 893· πρβλ. λυτήριος.
Middle Liddell
κήλημα, ατος, τό, κηλέω
a magic charm, spell, Eur.