δεκάμηνος

From LSJ
Revision as of 11:48, 7 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "X.''Cyn.''" to "X.''Cyn.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάμηνος Medium diacritics: δεκάμηνος Low diacritics: δεκάμηνος Capitals: ΔΕΚΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: dekámēnos Transliteration B: dekamēnos Transliteration C: dekaminos Beta Code: deka/mhnos

English (LSJ)

δεκάμηνον,
A ten months old, σκύλαξ X.Cyn.7.6, cf. Theoc.24.1.
2 in the tenth month, ἡ αἵρεσις ἐγένετο ἔς τι δ. Hdt. 9.3; τὰ δεκάμηνα (sc. παιδία) Hp.Septim.7; γυνὴ κυεῖ δεκάμηνος prob. l. in Men. 413; τόκος δεκάμηνος Arist.GA777b14: neuter plural as adverb, ib.772b9.
3 consisting of ten months, ἡ δεκάμηνος (sc. περίοδος) Placit.5.18.1: Subst. δεκάμηνον, τό, Schwyzer 195.12 (Delos, ii B.C.), PRyl.88.17 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. y anim. de diez meses de edad o de vida de Heracles, Theoc.24.1, de niños nacidos en el décimo mes de gestación βρέφος Hymn.Is.15 (Ios)
en uso pred. a los diez meses de edad ἄγειν ... ἐπὶ τὸ κυνηγέσιον ... τοὺς δὲ ἄρρενας δεκαμήνους X.Cyn.7.6, ἐνιαχοῦ ... οἱ κάπροι δεκάμηνοι ἄρχονται ὀχεύειν Arist.HA 545b2
subst. τὸ δεκάμηνον = el feto de diez meses Hp.Oct.2, 10, plu. Placit.5.18.1
tb. ὁ δεκάμηνος = el parto a los diez meses (en cómputo inclusivo), el parto LXX 4Ma.16.7.
2 que sucede a los diez meses, en el décimo mes ἡ ... αἵρεσις ἐς τὴν ὑστέρην τὴν Μαρδονίου ἐπιστρατηίην δ. ἐγένετο la toma (de Atenas) tuvo lugar diez meses antes de la invasión de Mardonio Hdt.9.3, οἱ ... δεκάμηνοι τῶν τόκων los partos de diez meses Hp.Oct.4
neutr. plu. como adv. δεκάμηνα a los diez meses ἑπτάμηνα καὶ δ. γεννῶνται καὶ κατὰ τοὺς μεταξὺ χρόνους (en los humanos) el nacimiento se produce a los siete, a los diez meses o en el período intermedio Arist.GA 772b9.
3 que dura diez meses δεκάμηνος ὁ πλεῖστος (τόκος) (en los humanos) la gestación más larga es de diez meses (lunares), Arist.GA 777b14.
II subst. ἡ δεκάμηνος período de diez meses, plazo de diez meses, ICr.1.16.3.12 (Lato II a.C.), PRyl.88.17 (II d.C.) en BL 9.227, πρὸς δεκάμηνον Hp.Epid.2.3.17, εἰς δεκάμηνον BGU 1749.14 (I a.C.), Placit.5.18.1.

German (Pape)

[Seite 542] dasselbe, σκύλακες Xen. Cyn. 7, 6; κάπροι Arist. H. A. 5, 14; Theocr. 24, 1; – im zehnten Monat, γυνὴ κυεῖ δεκάμ. Menand. bei Gell. 3, 16; – δεκάμηνος ἦν ἡ αἵρεσις ἐς τὴν ἐπιστρατηΐην, die Einnahme von 10 Monaten her, d. i. 10 Monate nach der Einnahme, Her. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 âgé de dix mois;
2 qui se fait ou a lieu au bout de dix mois;
3 qui dure dix mois.
Étymologie: δέκα, μήν².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκάμηνος -ον [δέκα, 2. μήν] van tien maanden: tien maanden durend, tien maanden oud; subst. f. ἡ δεκάμηνος periode van tien maanden. in de tiende maand.

Russian (Dvoretsky)

δεκάμηνος:
1 десятимесячный (σκύλακες Xen.; κάπροι Arst.): δ. ἐών Theocr. будучи десяти месяцев от роду;
2 совершающийся на десятом месяце (τόκος Arst.): ἡ αἵρεσις δ. ἐγένετο Her. взятие (города) произошло на десятом месяце.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δεκάμηνος, -ον)
1. διάρκειας δέκα μηνών («δεκάμηνος περίοδος»)
2. ηλικίας δέκα μηνών («δεκάμηνα βρέφη»)
3. γεννημένος μετά τη συμπλήρωση του δέκατου μήνα της κύησης
4. το ουδ. ως ουσ. δεκάμηνο, το
χρονικό διάστημα δέκα μηνών
αρχ.
αυτός που διεξάγεται κατά τον δέκατο μήνα.

Greek Monotonic

δεκάμηνος: -ον (μήν),
1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα μηνών, σε Ξεν.
2. στη διάρκεια του δεκάτου μήνα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάμηνος: -ον, ἔχων ἡλικίαν δέκα μηνῶν, σκύλαξ Ξεν. Κυν. 7. 6, πρβλ. Θεόκρ. 24. 1. 2) ἐν τῷ δεκάτῳ μηνί, ἡ αἵρεσις ἦν δ. Ἡρόδ. 9. 3· γυνή κύει δ. Μένανδ. Πλοκ. 3· τόκος δ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 4. 10, 4· - οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., αὐτόθι 4. 4, 37.

Middle Liddell

[μήν]
1. ten months old, Xen.
2. in the tenth month, Hdt.