νεογενής
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
νεογενές,
A new-born, A.Ch.530, Pl.Tht.160e, al., X.Cyn.10.23; ποίμνη Antiph.52.4, cf.1.5.
2 newly produced, κηρία Alciphr.3.23.
German (Pape)
[Seite 241] ές, neugeboren, eben erst entstanden; δάκος, Aesch. Ch. 523; ποίμνης, Antiphan. bei Ath. X, 449 b; ἡ τοῦ νεογενοῦς παιδὸς φύσις, Plat. Polit. 270 e; νεογενὲς παιδίον, Theaet. 160 e, öfter, u. Sp. S. νεογνής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouveau-né ou né depuis peu.
Étymologie: νέος, γένος.
Russian (Dvoretsky)
νεογενής:
1 недавно родившийся, новорожденный (δάκος Aesch.; παιδίον Plat.);
2 недавно возникший, свежий (πηγαῖα νάματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεογενής: -ές, ὁ ἄρτι γεννηθείς, Αἰσχύλ. Χο. 530, Πλάτ. Θεαίτ. 160Ε, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ νεογενής, Α δωρ. τ. νεαγενής και νειηγενής και ποιητ. τ. νεηγε
νής, -ές)
1. αυτός που έχει γεννηθεί πρόσφατα, νεογέννητος
2. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινούργιος («νεογενῆ κηρία», Αλκίφρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει εμφανιστεί, έχει διαπλαστεί ή έχει διαμορφωθεί πρόσφατα μετά από κάποιον άλλο
2. φρ. «νεογενής περίοδος» ή, απλώς, «νεογενές»
γεωλ. διάστημα του γεωλογικού χρόνου που αποτελεί την ανώτερη από τις δύο υποδιαιρέσεις του Καινοζωικού αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ευ-γενής. Ο τ. νεηγενής, με -η-, για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
νεογενής: -ές (γίγνομαι), νεογέννητος, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Middle Liddell
νεο-γενής, ές γίγνομαι
new-born, Aesch., Plat.