ἡμεροσκόπος

From LSJ
Revision as of 07:32, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S. ''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροσκόπος Medium diacritics: ἡμεροσκόπος Low diacritics: ημεροσκόπος Capitals: ΗΜΕΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hēmeroskópos Transliteration B: hēmeroskopos Transliteration C: imeroskopos Beta Code: h(merosko/pos

English (LSJ)

ον, watching by day, φύλαξ Ar. Av. 1174; as substantive, day-watcher, Hdt. 7.183, 192, S.Ant. 253, X. HG 1.1.2, Aen.Tact. 6.1, al.; metaph, πιστὸν ἡ. ὀφθαλμὸν ἕξω A. Th. 66.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veille pendant le jour ; subst. guetteur ou sentinelle de jour.
Étymologie: ἡμέρα, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμεροσκόπος: IIдневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph.
бодрствующий днем, несущий дневную стражу (φύλαξ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροσκόπος: ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· φύλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., φρουρός ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.

Greek Monolingual

ἡμεροσκόπος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ.ἡμεροσκόπος
φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού κατά τη διάρκεια της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.)
αρχ.
επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. αστεροσκόπος, οιωνοσκόπος].

Greek Monotonic

ἡμεροσκόπος: ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἡμερο-σκόπος, ὁ,
watching by day, Aesch., Ar.:—as substantive, a day-watcher, Hdt., Soph., etc.

Mantoulidis Etymological

(=φρουρός τῆς ἡμέρας). Ἀπό τό ἡμέρα + σκοπῶ. Ἀπό τό ἡμέρα: ἡμερεύω (=περνῶ τήν ἡμέρα), ἡμερήσιος, ἡμερινός, ἡμέριος, ἡμερολόγιον, νυχθημερόν. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα σκοπέω -ῶ.