προκήδομαι
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
take care of, take thought for, τινος A.Pr.629, S.Ant. 741, Tr.966 (lyr.); in later Prose, ἑαυτοῦ prob. in Phld.Rh.2.157 S., cf.J.AJ13.16.6.
German (Pape)
[Seite 730] (s. κήδομαι), versorgen, Fürsorge tragen, τινός, für Einen, μή μου προκήδου μᾶσσον ὡς ἐμοὶ γλυκύ, Aesch. Prom. 629; φίλου, Soph. Trach. 962; Ant. 747, sp. D.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
prendre soin de, gén..
Étymologie: πρό, κήδομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κήδομαι zorg dragen voor, met gen.
Russian (Dvoretsky)
προκήδομαι: заботиться (τινος Aesch., Soph., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προκήδομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος, σκέπτομαι περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Πρ. 629, Σοφ. Ἀντ. 741, Τρ. 966.
Greek Monolingual
Α
φροντίζω, προνοώ για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κήδομαι «φροντίζω, νοιάζομαι»].
Greek Monotonic
προκήδομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ., φροντίζω για κάποιον, σκέφτομαι, μεριμνώ για κάποιον, τινος, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
only in pres.]
Dep. to take care of, take thought for, τινος Aesch., Soph.