χαλκοπληθής

From LSJ
Revision as of 07:30, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Supp.''" to "E.''Supp.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπληθής Medium diacritics: χαλκοπληθής Low diacritics: χαλκοπληθής Capitals: ΧΑΛΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: chalkoplēthḗs Transliteration B: chalkoplēthēs Transliteration C: chalkoplithis Beta Code: xalkoplhqh/s

English (LSJ)

χαλκοπληθές, multitudinous and bronze-clad, στρατός E.Supp.1220.

German (Pape)

[Seite 1331] ές, mit Erz gefüllt, beladen, mit Erz vollständig gerüstet, Eur. Suppl. 1219 στρατός.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein d'airain, càd recouvert d'une armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, πλῆθος.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοπληθής: весь в медных доспехах Eur.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπληθής: -ές, γεν. έος, πλήρης χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξοπληθής, θυμοπληθής].

Greek Monotonic

χαλκοπληθής: -ές, γεν. -έος, αυτός που είναι ολόκληρος εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ευρ.

Middle Liddell

χαλκο-πληθής, ές
armed all in brass, Eur.

English (Woodhouse)

brazen-armed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)