ἀνειλέω

From LSJ
Revision as of 13:31, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνειλέω Medium diacritics: ἀνειλέω Low diacritics: ανειλέω Capitals: ΑΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: aneiléō Transliteration B: aneileō Transliteration C: aneileo Beta Code: a)neile/w

English (LSJ)

A roll up or crowd together, πολεμίους Philostr.VA2.11:—Pass., crowd or throng together, ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον Th.7.81; αἱ μέλιτται.. αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Arist.HA627b12; of wind pent in the bowels, v.l. in Hp.Prog.11; πνεῦμα ἀνειλούμενον = the wind being rolled up Epicur.Ep.2p.46U.; of sound, Arist.Aud.804a20; ἀνειλεῖται ἡ γλῶσσα is kept within bounds, Plu.2.503c.
II unroll, ib.109d.

Spanish (DGE)

I 1rechazar πολεμίους Philostr.VA 2.11, en v. pas. ἀνειληθέντες ... ἔς τι χωρίον Th.7.81.
2 en v. med.-pas. concentrarse, reunirse μέλιτται Arist.HA 627b12, πνεῦμα Epicur.Ep.[3] 102
ser constreñido o coartado (ἡ γλῶσσα) Plu.2.503c
ser retenido de los gases intestinales, Hp.Coac.485.
II desenrollar αὐτό (γραμματείδιον) Plu.2.109d, ἀνείλησεν αὐτὴν ἐνώπιόν μου y lo desenrolló delante de mí LXX Ez.2.10
en v. med. extenderse de un incendio, Longin.12.4.

German (Pape)

[Seite 220] zurückdrängen, ἀνειληθέντες ἐς χωρίον τι Thuc. 7, 81; – aufwickeln, aufschlagen, γραμματίδιον Plut. Consol. ad Apoll. p. 337. – Med., ἡ τοῦ λόγου διέξοδος οἷον ἀνειλουμένη Plat. Criti. 109 a, zusammengedrängt; auch Plut.

French (Bailly abrégé)

ἀνειλῶ :
1 contraindre à se replier;
2 parcourir en revenant sur ses pas;
3 dérouler, développer;
Moy. ἀνειλέομαι, ἀνειλοῦμαι se dérouler.
Étymologie: ἀνά, εἱλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνειλέω: и ἀνείλλω
1 оттеснять, pass. быть оттесняемым, запираемым (ἀνειληθέντες ἔς τι χωρίον Thuc.): αἱ μέλιτται ἀνειλοῦνται Arst. пчелы сбиваются в кучу, т. е. роятся;
2 сгущаться, становиться густым (ἡ φωνὴ ἀνειλεῖται Arst.);
3 развертывать (γραμματίδιον Plut.): ἡ τοῦ λόγου διέξοδος ἀνειλλομένη Plat. развитие повествования, ход рассказа.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνειλέω: (ἴδε εἴλω), περικλείω, στενοχωρῶ, στρυμώνω, καὶ τὸ ἀνειλῆσαι πολεμίους Φιλόστρ. 59: - Μέσ., συστρέφομαι, συναθροίζομαι, στρυμώνομαι, ἀνειληθέντες γὰρ ἔς τι χωρίον Θουκ. 7. 81· αἱ μέλιτται... αὐτοῦ ἀνειλοῦνται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40. 57· ἐπὶ ἀέρος κεκλεισμένου ἢ συμπυκνωθέντος ἐν τοῖς ἐντέροις, κρέσσον δὲ σὺν ψόφῳ διελθεῖν ἢ αὐτοῦ ἀνειλέεσθαι Ἱππ. Προγν. 40· ἐν Γαλην. Γλωσσ. σ. 432, ὑπάρχει: «ἀνειλισθῶσιν· εἰς τὸ ἄνω εἰλισθεῖσαι συστραφῶσιν»· - ἐπὶ ἤχου, ἀλλ’ αὐτοῦ προσκόπτουσαν ἀνειλεῖσθαι τὴν φωνὴν καὶ λαμβάνειν ὄγκον Ἀριστ. Ἀκουστ. 65· περιορίζομαι, «συμμαζεύομαι» περὶ τῆς γλώσσης ἐὰν... μὴ ὑπακούῃ, μηδ’ ἀνειλῆται Πλούτ. 2. 503C. ΙΙ. «ξεδιπλώνω», ἀνοίγω, ἀνειλήσαντα οὖν [τὸ γραμματάδιον] ἰδεῖν ἐγγεγραμμένα τρία ταῦτα αὐτόθι 109C: - Παθ, Πλάτ. Κριτί. 109Α· ἴδε ἀνείλλω.

Greek Monotonic

ἀνειλέω: μέλ. -ήσω, περικλείω, περιτυλίγω μαζί — Παθ., συναθροίζομαι ή συνωστίζομαι, σε Θουκ.

Middle Liddell

1. to roll up together:— Pass. to crowd or throng together, Thuc.
2. ἀνείλω, Pass. to shrink up or back, Plat.

Lexicon Thucydideum

in augustum compelli, to be pressed into a narrow space, 7.81.4.