ἐπίκλητος

Revision as of 14:17, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐπίκλητον,
A called upon, called in as ally, Hdt.5.75, 7.203, Th.4.61.
2. specially summoned, σύλλογον ἐ. Περσέων τῶν ἀρίστων ἐποιέετο held a privy council, Hdt.7.8 (so Subst. ἐπίκλητος, ἡ, convocation, assembly, LXX Nu.28.18,al.); ἐπίκλητοι privy councillors, among the Persians, Hdt.8.101, 9.42; committee of a council, SIG353.2 (Ephesus, iv B.C.), Str.14.1.21.
3. called to an office, D.H.2.76; ἐ. τῆς συναγωγῆς LXX Nu.1.16.
b. appointed, designated, πόλεις ib.Jo.20.9.
4. summoned before a court, accused, D.C.78.21.
II. invited in addition, supernumerary guest, Ar.Pax 1266, Plu.2.707a.
2. alien, foreign, ὄχλος, opp. ἐπιχώριος, D.H. 6.53.
b. irrelevant, λοιδορία Plb.8.11.2.

German (Pape)

[Seite 950] herbeigerufen, σύλλογος, zum Berathschlagen herbeigerufen, Her. 7, 8; οἱ ἐπίκλητοι, die Versammlung der Berathschlagenden, 8, 101. 9, 2; zu Hülfe gerufen, Her. 5, 75; Thuc. 4, 61; herbeigerufen, gewählt, Dion. Hal. 2, 76; eingeladen, Ar. Pax 1232; bes. die von den Gästen noch eingeladen sind, nicht vom Wirthe, vgl. Plut. Symp. 7, 6, 1; – herbeigeholt, fremdartig, Pol. 8, 13, 1; Gegensatz von ἐπιχώριος, D. Hal. 6, 53; – ἐπίκλητος ἐγένετο, er wurde angeklagt, D. Cass. 78, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. appelé vers :
1 convoqué;
2 appelé au secours, invoqué;
II. appelé en sus, invité en sus.
Étymologie: ἐπικαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκλητος:
1 призванный, вызванный, приглашенный (в качестве союзника или советника): Ξέρξης σύλλογον ἐπίκλητον ἐποιέετο Her. Ксеркс созвал (чрезвычайное) совещание; οἱ ἐπίκλητοι Her., Thuc. призванные на помощь союзники или советники, члены совещания;
2 (о гостях), приглашенный, званый, Arph.;
3 (в отличие от κεκλημένος) приведенный на пир самим приглашенным Plut.;
4 досл. чужеземный, заимствованный, перен. странный, чудной (ἄλογος καὶ ἐ. λοιδορία Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκλητος: -ον, (ἐπικαλέω) βοηθὸς ἐν πολέμῳ, σύμμαχος, ἐπικλητοί σφι ἐόντες Ἡρόδ. 5. 75., 7. 203, Θουκ. 4. 61. 2) ἰδιαιτέρως προσκληθεὶς ἢ συγκληθείς, σύλλογον ἐπίκλητον Περσέων τῶν ἀρίστων ἐποιέετο Ἡρόδ. 7. 8· ἐπίκλητοι, οἱ, σύμβουλοι τοῦ βασιλέως παρὰ τοῖς Πέρσαις, ὁ αὐτ. 8. 101· σιγώντων δὲ τῶν ἐπικλήτων 9. 42: ― προσκληθεὶς εἴς τι ἀξίωμα, Διον. Ἁλ. 2. 76. 3) ὁ καλούμενος ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου, κατηγορούμενος, Δίων Κ. 78. 21. ΙΙ. ἐκ περισσοῦ προσκεκλημένος, ὑπεράριθμος, Λατ. umbra, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1266, Πλούτ. 2. 707Β. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπίκλητος· ἐπίξενος. δαιτυμών. καὶ οἱ σύμμαχοι». 2) ἀλλότριος, ξένος, Διον. Ἁλ. 6. 53· ἐπονείδιστος, ἐπ. λοιδορία Πολύβ. 8. 13, 2. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπίκλητος, ἔξωθεν ἐρχόμενος». 3) διακεκριμένος, ἐπίσημος, Ἑβδ. (Ἀριθμ. Α΄, 16). 4) ἐπονομαζόμενος, Πηγὴ ἐπίκλητος Σιαγόνος = ἐπικληθεῖσα Πηγὴ Σιαγόνος, Ὠριγ. ΙΙΙ. 1432Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίκλητος, -ον) επικαλώ
νεοελλ.
αυτός που τον επικαλέστηκε κάποιος για βοήθεια
αρχ.
1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό
2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.)
3. αυτός που καλείται, που ενάγεται στο δικαστήριο
4. (για προσκεκλημένους) υπεράριθμος
5. ξένος, από ξένη χώρα, αλλοδαπός
6. διακεκριμένος, επίσημος
7. επονομαζόμενος, καλούμενος («πηγή ἐπίκλητος Σιαγόνος», Ωριγ.)
8. αυτός που καλείται σ’ ένα αξίωμα, επομένως διακεκριμένος, επιφανής
9. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίκλητος
ἐπίξενος, δαιτυμών»
10. ο πληθ. ως ουσ. οἱ ἐπίκλητοι
οι σύμβουλοι του βασιλιά τών Περσών.

Greek Monotonic

ἐπίκλητος: -ον (ἐπικαλέω),·
1. βοηθός στον πόλεμο, αυτός που έχει κληθεί ως σύμμαχος, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. ιδιαιτέρως προσκεκλημένος, συγκληθείς, σε Ηρόδ.· ἐπίκλητοι, ιδιωτικοί, μυστικοί σύμβουλοι (του βασιλιά), στους Πέρσες, στον ίδ.
3. υπεράριθμος προσκεκλημένος, Λατ. umbra, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐπίκλητος, ον ἐπικαλέω
1. called upon, called in as allies, Hdt., Thuc.
2. specially summoned, Hdt.; ἐπίκλητοι privy-councillors, among the Persians, Hdt.
3. a supernumerary guest, Lat. umbra, Ar.

Lexicon Thucydideum

advocatus (in auxilium), summoned (to help), 4.61.8.