ἀποικία

From LSJ
Revision as of 15:37, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικία Medium diacritics: ἀποικία Low diacritics: αποικία Capitals: ΑΠΟΙΚΙΑ
Transliteration A: apoikía Transliteration B: apoikia Transliteration C: apoikia Beta Code: a)poiki/a

English (LSJ)

Ion. ἀποικίη, ἡ, (ἄποικος)
A settlement far from home, colony, Pi.O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, IG1.31, etc.; correlative to μητρόπολις, Th.1.34; εἰς ἀποικίαν στέλλειν, εἰς ἀποικίαν ἄγειν, send, lead to form a settlement, Hdt.4.147, 5.124; ἀποικίαν κτίσαι = found a colony A.Pr.814; ἀποικίαν ἐκπέμπειν Th.1.12; ἀποικίαν κηρύσσειν ἐς τόπον ib. 27; ἀποικίαν ποιήσασθαι = form a colony Pl.Lg.702c; στέλλειν (of the οἰκιστής) Str.8.6.22; ἀποστέλλειν (of the μητρόπολις) Aeschin.2.176; ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι = the village is a colony from a household, Arist.Pol.1252b17.
2 migration, Ph.2.410.
II charter granted to a colony, Hyp.Fr. 73.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀποικίη Hdt.1.146
I 1colonia, Δωρίς Pi.I.7.12, cf. O.1.24, S.Fr.373.6, Hdt.1.146, 5.46, 9.106, Hippias A 2, IG 12.45.5 (V a.C.), D.7.32, X.An.4.8.22, op. metrópoli πᾶσα ἀ. ... τιμᾷ τὴν μητρόπολιν Th.1.34, εἰς ἀ. στέλλειν enviar a formar una colonia Hdt.4.147, τοὺς συστασιώτας ... ἄγειν εἰς ἀ. llevar a fundar una colonia a los conjurados Hdt.5.124, ἀποικίαν ... κτίσαι A.Pr.814, κτίσις τῶν ἀ. Isoc.12.190, cf. Plb.9.1.4, ἀποικίαν ποιήσασθαι fundar una colonia Pl.Lg.702c, ἔοικεν ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι parece ser la aldea una colonia de la casa familiar Arist.Pol.1252b17, ἀξία ἀ. ... θεοῦ παίδων una digna colonia de hijos de Dios LXX Sap.12.7, ὁ ... περὶ τῆς ἀ. ... χρησμός Plu.2.96b, τῆς ἀ. ἡγεμών Plu.2.163b
fig. nuevo hogar τὰ δ' ἆθλα ἀ. καὶ μόνωσις las recompensas (del arrepentimiento) son un nuevo hogar y aislamiento Ph.2.410.
2 c. verb. de ‘enviar’ y ‘conducir’ y c. compl. de direcc. expedición colonizadora ἀποικίαν ἄγων ἐς Σικελίαν Th.6.4, ἀ. ἐκπέμπειν Th.1.12, Isoc.12.14, Pl.Plt.293d, D.C.38.31.2, ἀ. κηρύσσειν ἐς τὴν Ἐπίδαμνον anunciar una salida de colonos a Epidamno Th.1.27, στέλλειν τὴν εἰς Συρακούσας ἀ. mandar, ser el jefe de la expedición colonizadora de Siracusa Str.8.6.22, cf. Plb.2.19.12, ἀποστέλλειν ἀ. Hdt.4.150, Aeschin.2.175, Plb.3.40.3.
II emigración Hsch., esp., deportación en algunos casos de la hist. hebrea ἀπῳκίσθη Ιουδας, συνετέλεσεν ἀποικίαν τελείαν Judá ha sido deportado, ha cumplido una deportación completa LXX Ie.13.19, οἱ ἀναβάντες ἀπὸ αἰχμαλωσίας τῆς ἀποικίας los que regresan del cautiverio de la deportación LXX 2Es.17.6.
III carta otorgada a una colonia, carta puebla ἀ. ἰδίως τὰ γράμματα καθ' ἃ ἀποικοῦσί τινες οὕτως ὠνόμασαν Hyp.Fr.73.

German (Pape)

[Seite 304] dasselbe, bes. Ansiedlung, Pflanzstadt, Pind. Ol. 1, 24 Aesch. Prom. 816 Her. 1, 146 Thuc. 1, 25 Plat. u. Folgde; τὰς ἀποικίας ποιεῖσθαι ἐπὶ τῶν ἀγρῶν Arist. pol. 6, 4, sich auf dem Lande (von der Stadt entfernt) ansiedeln.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
colonisation, colonie ; ἀποικίαν ἐκπέμπειν emmener une colonie ; ἀποικίαν ἀποστέλλειν envoyer une colonie.
Étymologie: ἄποικος.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικία: ион. ἀποικίη ἡ поселение, колония Pind., Aesch., Her., Thuc., Plat., Arst., Aeschin., Polyb., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄποικος), συνοικισμὸς ἀνθρώπων μακρὰν τῆς ἑαυτῶν πατρίδος, ἀποικία, Πινδ. Ο. 1. 36, Σοφ. Ἀποσπ. 342, Ἡρόδ. 1. 146, κτλ.· ἀντίστροφον τῷ μητρόπολις, Θουκ. 1. 34· εἰς ἀπ. στέλλειν, ἄγειν Ἡρόδ. 4. 147., 5. 124· ἀπ. κτίζειν, Αἰσχύλ. Πρ. 814· ἀπ. ἐκπέμπειν Θουκ. 1. 12· ἀπ. κηρύσσειν ἐς τόπον ὁ αὐτ. 1. 27· ἀπ. ποιεῖσθαι Πλάτ. Νόμ. 702C ἡ κώμη ἀποικία οἰκίας εἶναι παραφυάς, βλαστός, τῆς οἰκίας, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6.

English (Slater)

ᾰποικία colony, settlement ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ (ἐποικίᾳ e Σ Hermann: τουτέστι ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) (O. 1.24) ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) (I. 7.12)

Greek Monolingual

η (AM ἀποικία) άποικος
πόλη που ιδρύθηκε σε ξένη χώρα από ανθρώπους που έφυγαν οριστικά απ' την πατρίδα τους
νεοελλ.
χώρα υπανάπτυκτη η οποία υπάγεται στην κυριαρχία κάποιας δύναμης.

Greek Monotonic

ἀποικία: Ιων. -ίη, ἡ (ἄποικος), οικισμός ανθρώπων μακριά από την πατρίδα τους, αποικία, αποικισμός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· εἰς ἀποικίαν στέλλειν, στέλνω ανθρώπους μακριά από την πατρίδα για να δημιουργήσουν αποικία, στον ίδ.· ἀποικίαν ἐκπέμπειν, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἄποικος
a settlement far from home, a colony settlement, Hdt., etc.; εἰς ἀπ. στέλλειν to send away so as to form a settlement, Hdt.; ἀπ. ἐκπέμπειν Thuc.

Lexicon Thucydideum

colonia, colony, 1.25.2. 1.25.3. 1.4.1. 1.26.2. 1.26.3. 1.27.1, 1.28.2. 1.30.2, 1.34.1, 1.38.3. 1.66.1. 3.102.2. 4.7.1. 4.75.2. 4.84.1. 4.88.2. 4.102.1. 4.104.4. 4.107.3. 4.109.3. 4.123.1. 5.6.1. 5.6.15.11.1, 6.5.1,
coloniam deducere, to establish a colony, 1.2.6, 1.12.4. 3.92.4.
constitnere, to settle, 3.92.1.
deducendam edicere, to proclaim the founding, 1.27.1.
ducere, to lead, 6.4.1.

Translations

colony

Afrikaans: kolonie; Albanian: koloni; Arabic: مُسْتَعْمَرَة‎, مُسْتَمْلَكَة‎; Armenian: գաղութ; Azerbaijani: müstəmləkə; Belarusian: калонія, калёнія; Bengali: উপনিবেশ; Bulgarian: колония; Burmese: ကိုလိုနီ; Catalan: colònia; Chinese Mandarin: 殖民地; Czech: kolonie; Danish: koloni; Dutch: kolonie; Esperanto: kolonio; Estonian: koloonia; Finnish: siirtomaa; French: colonie; Galician: colonia; Georgian: კოლონია; German: Kolonie, Pflanzung, Pflanzstadt; Greek: αποικία; Ancient Greek: ἀποικία, ἀποικίη, ἀποικίς, ἄποικος, ἄποικος πόλις, ἐπιϝοικία, ἐποικία, κατοικία, κληρουχία, κολωνεία, κολωνία, κτίσμα, πόλις ἄποικος; Hebrew: מוֹשָׁבָה‎, קוֹלוֹנְיָה‎; Hindi: कॉलोनी, उपनिवेश; Hungarian: gyarmat; Icelandic: nýlenda; Indonesian: koloni; Italian: colonia; Japanese: コロニー, 植民地; Kazakh: отарлау саясаты, отар, отаршы; Khmer: អាណានិគម; Korean: 식민지(植民地), 콜로니; Kurdish Northern Kurdish: mêtingeh, kolonî; Kyrgyz: колония; Lao: ຫົວເມືອງຂຶ້ນ; Latin: colonia; Latvian: kolonija; Lithuanian: kolonija; Macedonian: колонија; Malay: jajahan, koloni; Maori: koroni; Mongolian Cyrillic: колони; Moore: tẽn-yãmbga; Norwegian Bokmål: koloni; Nynorsk: koloni; Pashto: مستعمره‎; Persian: مستعمره‎, مستملکه‎; Polish: kolonia; Portuguese: colônia; Quechua: mitma; Romanian: colonie; Russian: колония, поселение; Scottish Gaelic: tuineachas; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̀ло̄нија; Roman: kòlōnija; Slovak: kolónia; Slovene: kolonija; Spanish: colonia; Swedish: koloni; Tagalog: sakupbayan, kolonya; Tajik: мустамлика, мустамлака; Tatar: колония; Telugu: వలసదేశము; Thai: อาณานิคม, ประเทศราช, เมืองขึ้น; Turkish: koloni, sömürge, müstemleke; Turkmen: koloniýa; Ukrainian: колонія; Uyghur: مۇستەملىكە‎, كولونىيە‎; Uzbek: mustamlaka, koloniya; Vietnamese: thuộc địa; Welsh: trefedigaeth, gwladfa; Yiddish: קאָלאָניע‎