ἀμισθί
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
Adv. of ἄμισθος, without reward or without hire, Archil.41. E.Tr. 409, D.24.99; rent-free, SIG344 (Teos); χρημάτων καὶ δόξης ἀμισθί without reward of money or honour, Plu.Arist.3; ἀμισθὶ ἐπαινεθέντες only paid with praise, Brut.Ep.38; ἀμισθὶ θεάσασθαι without paying, Plu.CG 12. [ῐ Archil. l.c.]
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμισθεί ICr.2.12.9.5 (Eleuterna, Creta V a.C.), D.24.99, POxy.729.9 (II a.C.)
• Prosodia: [-ῐ Archil.96]
adv.
I 1sin ganar nada, sin cobrar, gratuitamente ἀμισθὶ γὰρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν Archil.96, ἀμισθεὶ ταῦτα ποιήσομεν D.l.c., ἀμισθὶ συντελεῖν Aristeas 258, ἅπασι δοθῆναι οἰκίας τοῖς Λεβεδίοις ἀμισθί SIG 344.6 (Teos IV a.C.), ἀ. καὶ ἀσιτὶ ἠργάσαντο LXX Ib.24.6, παρέχοντος αὐτοῖς κατ' ἔτος ἀμισθὶ ὄνους δεκάπεντε POxy.729.9 (II a.C.), θεριοῦμέν σοι ἀμισθεὶ ἡμέραν μίαν PSarap.51.18 (II a.C.), cf. quizá ICr.l.c.
2 sin recompensa οὐ χρημάτων μόνον, ἀλλὰ καὶ δόξης ... ἀμισθί = ningún tipo de recompensa, ni de dinero, ni de gloria Plu.Arist.3, ἐπαινεθέντες ἀμισθί = sin recompensa, excepto la alabanza Brut.Ep.38, cf. Clem.Al.Strom.4.22.136.
II sin pagar, gratis ἀμισθὶ ταύταις (sc. νομαῖς) ἐχρῶντο usaban de ellos (de los pastos) sin pagar I.AI 16.291, cf. 1.251, ὅπως οἱ πένητες ... ἀμισθὶ θεάσασθαι δύνωνται Plu.CG 12, τὴν ἀλήθειαν οὐκ οἴεσθαι δεῖν θεωρεῖν ἀμισθί Iambl.Protr.9
•fig. οὔ τἂν ἀμισθὶ τοὺς ἐμοὺς στρατηλάτας ... ἐξέπεμπες ἂν χθονός = te costaría caro haber echado a mis jefes de esta tierra E.Tr.409.
German (Pape)
[Seite 125] ohne Lohn, unentgeltlich, Eur. Tr. 409; ποιεῖν Dem. 24, 99; Plut. vrbdt χρημάτων καὶ δόξης προῖκα καὶ ἀμ., ohne Belohnung an Geld und Ehre, Arist. 3; Luc. D. D. 1 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans récompense, gratuitement.
Étymologie: ἄμισθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμισθί: adv.
1 без вознаграждения, даром (ποιεῖν τι Dem.; λαβεῖν τι Eur. ap. Plut.): οὐ χρημάτων μόνον, ἀλλὰ καὶ δόξης ἀ. Plut. не получая взамен не только денег, но и славы;
2 безнаказанно Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμισθί: ἐπίρρ. τοῦ ἄμισθος, Ἀρχίλ. 38, Εὐρ. Τρῳ. 409, Δημ. 731. 20· χρημάτων καὶ δόξης ἀμ., ἄνευ ἀμοιβῆς χρημάτων καὶ δόξης, Πλουτ. Ἀριστ. 3. [ῐ Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἀμισθί) ἄμισθος
δίχως μισθό, δίχως αμοιβή, δωρεάν.
Greek Monotonic
ἀμισθί: [ῑ], επίρρ. του ἄμισθος, σε Ευρ., Δημ.· χρημάτων ἀμ., χωρίς την ανταμοιβή των χρημάτων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[adv of ἄμισθος
Eur., Dem., χρημάτων ἀμ. without reward of money, Plut.