λάμπω
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
Il.13.474, etc.; Ion.Iterat.
A λάμπεσκεν Emp.84.6, Theoc. (v. infr.): fut. -ψω S.El.66, AP6.249 (Antip.): aor. ἔλαμψα Hdt.6.82 (v.l.), S.OT473 (lyr.), Ar.V.62, Pl.Ep.335d: pf. λέλαμπα (in pres. sense) E.Andr.1025, Tr.1295 (both lyr.):—Med., h.Hom.31.13, etc.: impf. ἐλαμπόμην, Ep. λαμπ-, Il.6.319, E.Med.1194: fut. λάμψομαι (ἐλλ-) Hdt.1.80:—Pass., fut. λαμφθήσομαι (ἐλλ-) Plot.2.9.3: aor. ἐλάμφθην J.BJ4.10.1 (περι-): from these late forms of Pass. must be distd. the similar Ion. forms of λαμβάνω:—give light, shine, of the gleam of arms, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε στεροπή Il.10.154, cf. 11.66; λάμπε δὲ χαλκῷ, of Hector, 12.463; φῶς λάμπεσκεν Emp. l.c.; ἀπ' ὀφθαλμῶν δὲ κακὸν πῦρ . . λάμπεσκε Theoc.24.19; of the eyes, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Il.13.474; of the sun, Sol.13.23, etc.; of fire, S.Ant.1007; ἄλσος λάμπεν ὑπὸ δεινοῖο θεοῦ Hes.Sc.71:—Med., κόρυθος -ομένης Il.16.71; λάμπετο δουρὸς αἰχμή 6.319; δαΐδων ὕπο -ομενάων 18.492, Od. (only in this phrase) 19.48, 23.290; χαλκὸς ἐλάμπετο Il.22.134; of a person, -όμενος πυρί 15.623; τεύχεσι λ. 20.46, Hes.Sc.60; ὄσσε -έσθην Il.15.608; πεδίον . . λάμπετο χαλκῷ 20.156, etc. 2 of sound, ring loud and clear, παιὰν δὲ λάμπει S.OT186 (lyr.), cf. 473 (lyr.); cf. λαμπρός 1.4. 3 metaph., shine forth, be famous or conspicuous, λάμπει κλέος Pi.O.1.23; ἀρετά Id.I. 1.22, E.Andr.776 (lyr.); δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν A. Ag.773 (lyr.); τέκνων οἷς ἂν λάμπωσιν νεάνιδες ἧβαι E.Ion476 (lyr.); κάλλος Pl.Phdr.250d. b Astrol., of a planet, occupy a favourable position, Ptol.Tetr.51. 4 of persons, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ with beaming face, Ar.Eq.550 (anap.); shine, gain glory, οὐδ' εἰ Κλέων γ' ἔλαμψε Id.V.l.c.; ἐν ἄλλοις βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν Theoc.25.141. II trans., cause to shine, illumine, δόλιον ἀκταῖς ἀστέρα λάμψας E.Hel. 1131 (lyr.), cf. Ion83 (anap.), Ph.226, APl.c., Trag.Adesp.33, etc. —Found chiefly in poetry and Com., though the pres. and impf. occur in X.An.3.1.11 (Med.), Mem.4.7.7, Pl.Phdr.250d, Arist.de An.419a4, and late Prose, and the aor. in Hdt.6.82 (v.l.), Arist.Mu. 395a15, Plu.Tim.3, etc.
German (Pape)
[Seite 13] perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) leuchten, glänzen (vgl. λαμπετάω), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε στεροπή, Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, λάμπων πυρὶ κεραυνός Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; ἥλιος, ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ θυμάτων Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν Ἴλιος Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., κόρυθος λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικόρυφον σέλας Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω φέγγος. – 2) Uebertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει κλέος Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ ἄστρον ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie φάμα, 475, u. öfter von der Stimme (vgl. λαμπρός). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d.