φώγω

From LSJ
Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φώγω Medium diacritics: φώγω Low diacritics: φώγω Capitals: ΦΩΓΩ
Transliteration A: phṓgō Transliteration B: phōgō Transliteration C: fogo Beta Code: fw/gw

English (LSJ)

imperat.

   A φῶγε Epich.151; φῴζω Stratt.65, cf. Hp.Vict.2.56; also φωγνύω (Valck. for φωγύνω) Suid.; inf. φωγνύναι (as if fr. φώγνυμι) Eust.962.50, EM803.32 (so in Pass. 3sg. φώγνυται Dsc. 1.68, 4.64): aor. ἔφωξα Hp.Mul.1.78, Nic.Al.607, but ἔφωσα Hp.Mul. 2.113, Dieuch. ap. Orib.4.7.1:—Pass., aor. ἐφώχθην Dsc.2.97, Aret. CA1.10, (προ-) Dsc.2.90: pf. πέφωγμαι Pherecr.68; πέφωσμαι Hp. Epid.7.80, Morb.2.64, Iatrocl. ap. Ath.14.647c, Gp.6.6.2:—roast, toast, parch, ll.cc.; ἰσχάδες πεφωγμέναι (v.l. πεφρυγμέναι) Pherecr.l.c. (Cf. ONorse baka, Engl. bake.)

German (Pape)

[Seite 1321] perf. pass. πέφωγμαι, aor. pass. ἐφώχθην, rösten, braten; φασήλους φῶγε θᾶσσον Epicharm. bei Ath. II, 56 a; πεφωγμέναι ἰσχάδες Pherecrat. bei Ath. XIV, 653 a, nach Mein. aus Bachm. Anecd. 411, 8 für die vulg. πεφωσμέναι; Strab. 11, 13, 11 ἀπὸ ἀμυγδάλων φωχθέντων ἄρτους ποιοῦνται.

Greek (Liddell-Scott)

φώγω: προστ. φῶγε Ἐπίχαρμ. 102 Ahr.· φώζω Στράττις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἱππ. 361. 3· καὶ φωγνύω (οὕτως ὁ Valck ἀντὶ φωγύνω) Σουΐδ.· ἀπαρ. φωγνύναι Εὐστ. 962. 50, Ἐτυμ. Μέγ.· Παθ., γ΄ ἑνικ. φώγνυται Διοσκ. 1. 80· ― ἀόρ. ἔφωξα Ἱππ. 639. 40· ― Παθ., ἀόρ. ἐφώχθην Διοσκ. 2. 119, πρβλ. 112· ― πρκμ. πέφωγμαι Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 2· πέφωσμαι Ἱππ. 887, 1229Η, Ἀθήν. 647C. Ὡς τὸ φρύγω, «ξεροψήνω», Τουρκ. «καβουρδίζω», ξηραίνω εἰς τὸ πῦρ ἢ εἰς τὸν ἥλιον, ἴδε ἀνωτ.· ἰσχάδες πεφωγμέναι (διάφορ. γραφ. πεφρυγμέναι) Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Μeineke ἐν τόπῳ, κτλ. Ἐντεῦθεν παράγονται αἱ λέξεις, φώγανον φωγτός· πρβλ. Λατιν. foc-us, Ἀρχ. Σκανδ. bak-s Ἀρχ. Γερμ. bakh-u (bake), κλπ.