ἡβάω
English (LSJ)
Cret. ἡβίω Leg.Gort.7.41,al., Aeol.(?) ἀβάω Hdn.Gr.2.16, Alc.Supp.7.11 (dub.); Ep. opt. ἡβώοιμι, part. ἡβώων (v. infr.): impf.
A ἥβων Ar.V.357: fut. -ήσω (ἐφ-) X.Cyr.6.1.12, Dor. ἡβάσω [ᾱ] AP7.482: aor. 1 ἥβησα Od.1.41, Hes.Op.132, Pl.Ap.41e: pf. ἥβηκα (παρ-) Hdt.3.53, etc.: (ἥβη):—attain or have attained puberty, ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο Hes.Op.132; ἡβῶσιν ὀψέ Hp.Aër.4; ἐπειδὰν ἡβήσωσι Pl.Ap.l.c.; of women. γυνὴ τέτορ' ἡβώοι (sc. ἔτη) four years past puberty, Hes.Op.698; ἡβάσεις ἥβαν APl.c.; ἡβᾶν ἐπὶ διετές, v. sub διετής; ὀμόσαι Χαλκιδέων τοὺς ἡβῶντας ἅπαντας all the adults, IG12.39.32, cf. Ar.Ra.1055, Th.4.132. 2 to be in the prime of youth, εἴθ' ὣς ἡβώοιμι, βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη Od.14.468, al.; ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν not even in the prime of life, Il.12.382, cf. Od. 23.187, A.Ch.879; γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει Id.Th. 622; ἡβᾶν σθένος to be young and strong, E.HF436 (lyr.); ἥβων I was young, Ar.V.357; ἡ. τὰς αἰσθήσεις, of an old man, Philostr.VS1.9.3; of plants, ἡμερὶς ἡβώωσα a young, luxuriant vine, Od.5.69, cf. Simon.183.3, Longus 4.5; ἡβῶντ' ἀρτίως οἰνίσκον (παρὰ προσδοκίαν for νεανίσκον) Cratin.183. 3 metaph., to be fresh, vigorous, ἡβώοις, φίλε θυμέ Thgn.877 (dub. l.); ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν 'tis always youth for old men to learn, i.e. 'tis never too late to learn, A.Ag.584 (nisi leg. ἥβη) ; ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών the people rages like a passionate youth, E.Or.696, cf. νεανικός; ἄγγελον . . γέρονθ', ἡβῶντα δ' εὐγλώσσῳ φρενί exulting, A.Supp.775; also of things, γάμοι, ἔαρ ἡ., Opp.H.1.474, 2.252. 4 to have the outward signs of puberty, Arist.GA746b23; γένυς ἡβᾷ AP12.31 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1148] in der ἥβη stehen, mannbar sein, in der Blüthe der Jahre stehen u. vollkommene Mannskraft besitzen; οὐδέ κέ μιν ῥέα – ἔχοι ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν Il. 12, 382; εἴθ' ἃς ἡβώοιμι, βίη δέ μοι ἔμπεδος εἴη Od. 14, 468; αἲ γὰρ ἡβῷμ', ὡς ὅτε Il. 7, 133; ἀλλ' ὅταν ἡβήσειε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο Hes. O. 131; Aesch. vrbdt γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει, Spt. 604, u. umgekehrt ἄγγελον δ' οὐ μέμψεται πόλις γέρονθ' ἡβῶντα δ' εὐγλώσσῳ φρενί, Suppl. 756; Plat. vrbdí τῷ ἡβῶντι καὶ ἀνδρείῳ, Rep. V, 468 d; καὶ ἰσχύω Ar. Vesp. 357, der die παιδάρια den ἡβῶντες entggstzt, Ran. 1053; auch εἰ δ' ἐγὼ σθένος ἥβων, wenn ich jugendlich stark wäre an Kraft, Eur. Herc. Für. 436; ἀπέκτειναν Μηλίων ὅσους ἡβῶντας ἔλαβον Thuc. 5, 116; Is. 1, 10 u. sonst. Vgl. διετής. – Auch von anderen Dingen, ἡμερὶς ἡβώωσα, ein Weinstock im kräftigsten, üppigsten Wuchs, Od. 5, 69; φλὸξ ἡβήσασα Aesch. frg. 378, vgl. Simonds. 48 (VII, 24); ἡβῶντ' ἀρτίως οἰνίσκον Cratin. bei Ath. I, 29 d; τοὺς ἡβῶντας τῶν βοτρύων Long. 4, 5. – Uebertr. auch ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν, die Wißbegier, Fähigkeit zu lernen bleibt auch im Alter jugendlich rege, Aesch. Ag. 570; ὅταν γὰρ ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών, Eur. Or. 685, wenn das in Zorn gerathene Volk heftig aufbraus't; auch = jugendlich froh sein, ἡβώοις φίλε θυμέ Theogn. 877, wo Bergk ἥβα μοι vermuthet; Hesych. erkl. μεθύσκεσθαι, εὐωχεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβάω: Ἐπ. εὐκτ. ἡβώοιμι, μετοχ. ἡβώων (ἴδε κατωτ.)˙ μέλ. -ήσω (ἐφ-) Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, Δωρ. ἡβάσω ᾱ Ἀνθ. Π. 7. 482˙ ἀόρ. ἥβησα Ὀδ. Α. 41, Ἡσ., Ἀττ.˙ πρκμ. ἥβηκα (παρ-) Ἡρόδ. κλ. (ἥβη). Εἶμαι ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας, ἐν πλήρει σωματικῇ αὐξήσει, Ὅμ., ὅστις κάλλιστα ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ἐν τῷ συχνάκις ἐπαναλαμβανομένῳ στίχῳ, εἴθ’ ὣς ἡβώοιμι, βίη δέ μοι ἔμπεδος εἴη Ὀδ. Ξ. 468, κ. ἀλλ.˙ ἀνὴρ οὐδὲ μάλ’ ἡβῶν, μὴ ὢν ἀκόμη ἐν τῇ ἀκμῇ τῆς ἡλικίας του, Ἰλ. Μ. 382, Ὀδ. Ψ. 187, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 879˙ ἡβῶσιν ὀψὲ Ἱππ. Ἀέρ. 282˙ γυνὴ τέτορ’ ἡβώωσα (ἐνν. ἔτη), δηλ. κατὰ τέσσαρα ἔτη ὑπερβᾶσα τὴν ἡβικὴν ἡλικίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 696˙ ἡβᾶν ἐπὶ διετές, ἴδε ἐν λ. διετής˙ γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ’ ἡβῶσαν φέρει Αἰσχύλ. Θήβ. 622˙ ἡβᾶν σθένος, εἶμαι νέος καὶ ἰσχυρός, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 436˙ ἡβῶν, ὅτε ἤμην νέος, Ἀριστοφ. Σφηξ. 357˙ οἱ ἡβῶντες, οἱ νέοι, ὁ αὐτ. Βατρ. 1055, Θουκ. 4. 132˙ ἐπειδὰν ἡβήσωσι Πλάτ. Ἀπολ. 41E˙ - ἐπὶ φυτῶν, ἡμερὶς ἡβώωσα, ἄμπελος ἀκμαία, «εὐκληματοῦσα», Ὀδ. Ε. 69, πρβλ. Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 24˙ ἡβῶντ’ ἀρτίως οἰνίσκον (παρὰ προσδοκίαν ἀντὶ νεανίσκον) Κρατῖν. Πυτιν. 3. 2) μεταφ., εἶμαι νέος, ζωηρός, ἀκμαῖος, ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν, ἡ ἐπιθυμία τοῦ μαθεῖν τὰ ὀρθὰ εἶνε πάντοτε ἀκμαία εἰς τοὺς γέροντας, Blomf. Αἰσχύλ. Ἀγ. 567. πρβλ. ἀνηβάω˙ ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών, ὁ λαὸς ὀργισθεὶς νεανικῶς παραφέρεται, Εὐρ. Ὀρ. 696, πρβλ. νεανικός˙ ἄγγελον... γέρονθ’, ἡβῶντα δ’ εὐγλώσσῳ φρενί, ἀκμάζοντα, ἐπαιρόμενον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 775˙ - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, γάμοι, ἔαρ ἡβ. Ὀπ. Ἁλ. 1. 474., 2. 252. 3) ἔχω τὰ ἐξωτερικὰ σημεῖα τῆς ἡβικῆς ἡλικίας, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 7, 15, Ἀνθ. Π. 12. 31.