ἀνηβάω
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
A grow young again, Hes.Op.132 (prob.), A.Supp.606 (Tyrwh. ἀνηβῆσαί με for ἂν ἡβήσαιμι), E.Ion1465, Pl. Lg.666b; δὶς ἀ. Thgn.1009; πάλιν X.Cyr.4.6.7; μόνος ὁ νοῦς παλαιούμενος ἀνηβᾷ Plu.2.5e.
II grow up, attain to ἥβη, Call.Jov. 56.
Spanish (DGE)
1 recobrar la juventud, rejuvenecerse γεραιᾷ φρενί A.Supp.606, ἀνηβᾷ δ' Ἐρεχθεὺς E.Io 1465, cf. Pl.Lg.666b, ἀνηβῆσαι ἂν πάλιν δοκῶ μοι X.Cyr.4.6.7, μόνος ... ὁ νοῦς παλαιούμενος ἀνηβᾷ Plu.2.5e, οἴονται ... αὐτοὶ ἀνηβήσειν αὖθις ὥσπερ ὁ Πελίας ᾤετο Luc.Pr.Im.2, cf. DMort.5.2, Hsch.
2 alcanzar la juventud δίς Thgn.1009, οὐράνιε Ζεῦ, ὀξὺ δ' ἀνήβησας Call.Iou.56
•fig. ἰσχύς Ph.1.201, ἐνθύμια Ph.1.177.
French (Bailly abrégé)
ἀνηβῶ :
rajeunir, redevenir vigoureux.
Étymologie: ἀνά, ἡβάω.
German (Pape)
1 wieder jung werden, sich wieder verjüngen, Theogn. 1003; Plat. Legg. II.666b; Xen. Cyr. 4.6.7.
2 aufwachsen, zur ἥβη gelangen, Callim. H. Iov. 56.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηβάω: (вновь) молодеть Eur., Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηβάω: μέλλ. -ήσω, ἐκ νέου γίνομαι νέος, Λατ. repuerascere, ἀλλ’ ὥστ’ ἀνηβῆσαί με γηραιᾷ φρενὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 606· ἀνηβᾷ δ’ Ἐρεχθεὺς Εὐρ. Ἴων. 1465· δὶς ἀν. Θέογν. 1003· πάλιν Πλάτ. Νόμ. 666Β, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 7· παλαιούμενος ἀνηβᾷ Πλούτ. 2. 5Ε· «ἀνηβᾷ, ἐκ δευτέρου ἀνθεῖ, νεάζει» Ἡσύχ. ΙΙ. φθάνω εἰς ἥβην, γίνομαι ἔφηβος, Καλλ. εἰς Δία 55. - Ὁ τύπος ἀνηβάσκω ἐν Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 2. 6, κατακρίνεται ὑπὸ Θωμ. Μαγ. σ. 415.
Greek Monotonic
ἀνηβάω: μέλ. -ήσω, ξαναγίνομαι νέος, ξανανιώνω, σε Θέογν., Ευρ. κ.λπ.