σομφός
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ή, όν,
A spongy, porous, σ. οἷον σπογγιά Hp.Loc.Hom.2; of pumice-stone, Alex.124.10; ἡ γλῶττα σὰρξ μανὴ καὶ σ. Arist.HA492b33; freq. of the lungs, ib.496b3, Resp.478a13, al., cf. Clidem. ap. Thphr.Sens.38; σομφὴ σάρξ, of fish, Archestr.Fr.14; of ground, χώρα σ. καὶ ὕπαντρος Arist.Mete. 366a25, cf. 352b10. II metaph. of sound, unresonant, σομφὸν φθέγγεσθαι, of persons with polypus in the nose, Hp.Morb.2.33; σομφὸν ἐμπνεύσας, of a flute-player, blowing thickly, huskily, D.H. Comp.11, cf. Alex.Aphr. in Top.329.28; half-way between λευκός and μέλας in sounds, as φαιός is in colours, Arist.Top.106b7. III σομφός, ὁ,= κολοκυνθίς, Plin.HN20.13.
German (Pape)
[Seite 913] 1) schwammig, locker, porös; σάρξ, eines Fisches, Archestrat. bei Ath. VII, 316 a; Arist. partt. an. 3, 6. – 2) φωνὴ σομφή, eine dumpfe, hohle, heisere Stimme, in der Mitte zwischen λευκή u. μέλαινα stehend, also der Farbe φαιός entsprechend, Arist. top. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
σομφός: -ή, -όν, σπογγώδης, πορώδης, ἀραιός, σ. οἷον σπογγιὰ Ἱππ. 408. 42· ἐπὶ κισήρεως, Ἄλεξ. ἐν «Λεβ.» 5. 10· ἡ γλῶττα σὰρξ μανὴ καὶ σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· συχν. περὶ τῶν πνευμόνων, αὐτόθι 1. 17, 7, π. Ἀναπν. 15, 1, κ. ἀλλ.· σομφὴ σάρξ, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 316Α· ἐπὶ ἐδάφους, χώρη σ. καὶ ὕπαντρος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, πρβλ. 1. 14, 17. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἤχου, βαρυηχής, βαθύφωνος, βραχνός, σομφὸν φθέγγεσθαι Ἱππ. 471. 43· τὸ μέσον μεταξὺ τοῦ λευκὸς καὶ μέλας ἐπὶ ἤχων, ὡς τὸ φαιὸς ἐπὶ χρωμάτων, ἴδε Ἀριστ. Τοπ. 1. 13, 6 κἑξ.· οὕτως ἐν τῇ Λατ. fusca vox, ἀντίθετον τῷ candida, Κικ. Ν. D. 2. 146· πρβλ. ξουθός. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σομφόν· χαῦνον». (Ὁ Κούρτ. παραβάλλων τὸ Λατ. fung-us, Γοτ. svamm-s (σπόγγος), Ἀρχ. Σκανδ. svamp-r, Ἀρχ. Γερμ. swam (schwamm) ἄγεται εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ σομφὸς εἶναι ταὐτὸν τῷ σφόγγος, σπόγγος).