στεγανός

From LSJ
Revision as of 11:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγᾰνός Medium diacritics: στεγανός Low diacritics: στεγανός Capitals: ΣΤΕΓΑΝΟΣ
Transliteration A: steganós Transliteration B: steganos Transliteration C: steganos Beta Code: stegano/s

English (LSJ)

ή, όν, (στέγω)

   A covering so as to keep out water, water-tight, τρίχα X.Cyn.5.10; πλοῖα Arist.Fr.554; of other things, κλῶνες . . κεράμων -ώτεροι AP9.71 (Antiphil.); πυκνὸν καὶ σ. Plu.2.692a; προβλημάτων -ώτατον πρὸς ὀϊστούς Id.Ant.45.    2 generally, enclosing, confining, δίκτυον A.Ag.358 (anap.).    II closely covered, sheathed, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, of Polynices, represented as an eagle, covered by his white Argive shield (cf. λεύκασπις), S.Ant.114 (anap.); of a building, ἄνωθεν σ. roofed over, Th.3.21, cf. Trag.Adesp.115, Call.Cer. 55, D.H.1.26; οὓς [ναοὺς] . . δοκὸς στεγανοὺς παρέχει E.Fr.472.6 (anap.).    2 strongly fortified, πόλις Aristid.Or.21(22).12 (Comp.); ἕρκη Lib.Decl.23.77 (Sup.).    3 indoor, δίαιτα, opp. open-air life, Ph.2.297.    4 metaph., τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ σ. its intemperance and leakiness, Pl.Grg.493b; and of persons, close, reserved, prov., Ἀρεοπαγίτου -ώτερος Alciphr.1.13, cf. Them.Or.21.263a, Or.26.323d, etc.    III Adv. -νῶς confinedly, through a covered passage or tube, ἡ πνοὴ ἰοῦσα σ. Th.4.100; πωμάσαι σ. cover tightly, Dsc.2.76.14: Comp., -ώτερον πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν Ph.2.513; ναῦς -ώτατα ἔχει Aristid.Or.34(50).31.    2 metaph., -ώτερον φρονεῖν AP5.215 (Agath.); -ώτατα κατεῖχεν ἔνδον τὴν αὑτοῦ γνώμην Memn. 6.—Cf. στεγνός.

German (Pape)

[Seite 932] bedeckt; λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, Soph. Ant. 114; πύργοι ἄνωθεν στεγανοί, Thuc. 3, 21; auch adv. στεγανῶς, 4, 100; – von Menschen, versteckt, verschwiegen, Ggstz ἀκόλαστος, Plat. Gorg. 493 b; daher Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος, Alciphr. 1, 13; στεγανώτατα τὴν αὑτοῦ γνώμην ἔνδον κατεῖχε, Memnon. 6; vgl. noch στεγανώτερον φρονεῖν, Agath. 4 (V, 216), was Suid. πυκινώτερον, συνεχέστερον erklärt; – τρίχες, dicht, das Wasser nicht durchlassend, Xen. Cyn. 5, 10; – zusammengezogen, verstopft, νηδύς, Nic. Al. 367; – akt., bedeckend, ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες στεγανὸν δίκτυον, Aesch. Ag. 349.

Greek (Liddell-Scott)

στεγᾰνός: -ή, -όν, (στέγω) ὁ καλύπτων οὕτως ὥστε νὰ ἀποκλείῃ ὑγρασίαν, ἀδιάβροχος, ἀδιαπέραστος ὑπὸ τοῦ ὑγροῦ, τρίχες Ξεν. Κυν. 5, 10· πλοῖα Ἀριστ. Ἀποσπ. 513· κλῶνες… κεράμων στεγανώτεροι Ἀνθ. Π. 9. 71· πυκνὸν καὶ στεγανὸν Πλούτ. 2. 692Α· προβλημάτων στεγανώτατον πρὸς ὀϊστοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 49· πρβλ. στεγνός. 2) καθόλου, καλύπτων, περικλείων, περιορίζων, δίκτυον Αἰσχύλ. Ἀγ. 358. ΙΙ. καλῶς ἐστεγασμένος, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, ἐπὶ τοῦ Πολυνείκους παριστανομένου ὡς ἀετοῦ κεκαλυμμένου διὰ τῆς λευκῆς αὑτοῦ Ἀργείας ἀσπίδος (ἴδε λεύκασπις), Σοφ. Ἀντ. 114· ἐπὶ οἰκοδομήματος, ἄνωθεν στ., ἐπικεκαλυμμένος διὰ στέγης, Θουκ. 3. 21, πρβλ. Καλλ. εἰς Δήμ. 55, Ποιητής παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 586, Διον. Ἀλ. 1. 26· οὓς [ναοὺς]… δοκὸς στεγανοὺς παρέχει Εὐρ. Ἀποσπ. 475a. 6. 2) μεταφορ., διὰ τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ στεγανόν, διὰ τὴν ἀκρασίαν αὐτοῦ καὶ ἀκολασίαν, Πλάτ. Γοργ. 493Β· καὶ ἐπὶ προσώπων, συγκεκλεισμένος, πεφυλαγμένος, προσεκτικός, Λατ. tectus homo· παροιμ., Ἀρεοπαγίτου στεγανώτερος Ἀλκίφρων 1. 13, πρβλ. Θεμίστ. 263Α, 323D, κτλ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, περιωρισμένως, διὰ μέσου κεκαλυμμένης διόδου ἢ σωλῆνος, ἡ πνοὴ ἰοῦσα στ. Θουκ. 4. 100· πωμάζειν στ., καλύπτειν ἑρμητικῶς, σκεπάζειν κλειστά, Διοσκ. 2. 91· στ. πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος. 2) μεταφορ., στεγανώτερον φρονεῖν Ἀνθ. Π. 5. 216· στεγανώτατα τὴν αὑτοῦ γνώμην ἔνδον κατεῖχε Μέμνων 6. -Πρβλ. στεγνός.