τομή

From LSJ
Revision as of 11:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομή Medium diacritics: τομή Low diacritics: τομή Capitals: ΤΟΜΗ
Transliteration A: tomḗ Transliteration B: tomē Transliteration C: tomi Beta Code: tomh/

English (LSJ)

ἡ, (τέμνω)

   A end left after cutting, stump of a tree, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν [τὸ σκῆπτρον] Il.1.235; ῥιζῶν τομαί the ends of the roots (left by cutting away the tree), S.Fr.534.5 (anap.); ὀπὸν . . στάζοντα τομῆς ib.2; δοκοῦ τ. end of a beam, Th.2.76; ἡ τοῦ καλάμου τ. Thphr.HP4.11.7, cf. Theoc.10.46; λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι stones cut square, Th.1.93 (sed leg. ἐντομῇ) ; σκέψαι τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον having fitted the lock to the place from which it was cut, A.Ch.229 (σκέψαιτο μὴ cod. M, distinxit Turnebus); πρὸς τὴν τ. μεταστρέφειν to the cut, Pl.Smp. 190e, cf. Arist.HA532a4.    b Ταύροιο τ. prob. = προτομή 1, Arat. 322.    2 Math., section, as a circle is the section of a sphere, a conic section of the cone, Arist.Mete.375b32, Pr.912a13, cf. App.Anth.4.74 (Synesius); with or without κοινή, the line in which two planes cut each other, Arist.Metaph.1060b14, Euc.11.16, Archim. Con.Sph.11, al., Apollon.Perg.Con.1.4, etc.; point of intersection of two lines, Archim.Spir.20, al., Ptol.Alm.3.3, etc.: abstract use, περὶ διωρισμένης τ. On determinate section, name of lost treatise of Apollon.Perg.; τὰ περὶ τὴν τ. the theorems about the section (sc. in extreme and mean ratio), Procl.in Euc.p.67 F.:—in conic sections, τομαὶ ἀντικείμεναι opposite sections, i.e. branches of hyperbola, Apollon.Perg.Con.2.15; συζυγεῖς τ. conjugate sections of hyperbolas, ib.17.    3 incision or insection between parts of an insect's body (whence their name of ἔντομα), Arist.PA682b25.    4 ἡ εἰς ἄπειρον τ. infinite divisibility, Epicur.Ep.1p.16U.    II cutting, cleaving, ἐν τομᾷ σιδάρου by stroke of iron, S.Tr.887 (lyr.); πελέκεως τ. E.El.160 (lyr.); φασγάνου τομαί Id.Or.1101; cutting off or down, ξύλου S.Tr.700; vine-cutting, PCair.Zen. 736.29 (iii B.C.); cutting up, εἰς τ. καὶ προσαγωγὴν χάλικος PPetr.3p.290 (iii B.C.); hewing, λίθων IG12.336.7, 11, SIG244 ii 58 (Delph., iv B.C.), IG42(1).106i19, al. (Epid., iv B.C.).    2 use of the knife in surgery, Hp.VC13; ἢ καύσει ἢ τομῇ χρησάμενος Pl.R.406d; οὔτε τ. οὔτε καῦσις Hp.Art.62; σιδήρου τ. Sor.1.80: pl., Pi.P.3.53, E.Fr.403.6; τὰς θεραπείας . . διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν Pl.Prt.354a, cf. Ti.65b.    3 castration, Luc. Philops.2.    4 τ. φαρμάκων shredding of drugs, Conon 23.2.    5 pruning, ἀμπέλων Thphr.CP3.14.2, Paus.2.38.3.    6 σκυτῶν τ. cutting or shaping of leather, Pl.Chrm.173d.    7 αἱ τ. τῆς γῆς, i.e. canals, Lib. Or.18.232.    III severance, separation, τ. καὶ διάκρισις Pl.Ti.61d, cf. 80e; of number, division, Id.Lg.738a; τομὴν ἔχειν ἔν τινι to admit a distinction in... ib.944b; χρονικαὶ τ. distinctions of tenses, A.D.Synt.10.18; process of division (sc. μεγέθους), Nicom. Ar.1.2.    2 logical division, Pl.Plt.261a, Arist.APo.95b30, Metaph. 1038a28, Gal.10.899.    3 metaph., conciseness or precision in expression, Eun.VSp.461B.    4 τ. πράγματος, = decisio, Gloss.    IV a cut, wound, Arist.HA632a18, Aen.Tact.11.14: metaph., wound, πόλις δεδεγμένη τ. Plu.Cor.16, cf. Per.11.    2 caesura in verse, Aristid.Quint.1.24; more generally, break between successive words, Hermog.Id.2.10, Heph.15.2, al., Eust.740.1.    V edge, cutting power, σιδήρου Arr.Tact.12.2.

German (Pape)

[Seite 1127] ἡ, 1) das Abgeschnittene, Abgehauene, der abgeschnittene, abgehauene Theil, Stumpf eines Baumes, Il. 1, 235; σκέψαι τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον τριχός, Aesch. Ch. 228; ἐν τομῇ ξύλου, Soph. Trach. 697. – 2) der Schnitt, der Hieb, die Wunde, στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου, Soph. Trach. 883; ἀνάμεινον φασγάνου τομάς, Eur. Or. 1101; u. in Prosa, Thuc. 2, 76. – 3) das Schneiden, Abschneiden, ἢ καύσει ἢ τομῇ χρησάμενος, Plat. Rep. III, 406, d, wie der Wundarzt; s. τέμνω, u. vgl. Tim. 65 b. – 4) Unterschied, Absonderung, καὶ διάκρισις, Plat. Tim. 61 d.

Greek (Liddell-Scott)

τομή: ἡ, (τέμνω) κορμός, στέλεχος δένδρου, τὸ ἀπομεῖναν μέρος κατὰ τὴν ἀποτομὴν κλάδου, ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν [τὸ σκῆπτρον] Ἰλ. Α. 235, πρβλ. Θεόκρ. 10. 46· ῥιζῶν τομαί, τὰ ἀπομείναντα μέρη τῶν ῥιζῶν μετὰ τὴν ἀποκοπὴν τοῦ δένδρου, Σοφ. Ἀποσπάσ. 479. 4· ὀπόν... τομῆς στάζοντα αὐτόθι 2· δοκοῦ τ., τὸ ἄκρον δοκοῦ, Θουκ. 2. 76· ἡ τοῦ καλάμου τ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 7· λίθοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, κεκομμένοι τετράγωνοι, Θουκ. 1. 93· οὕτω, τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον, προσαρμόσασα τὸν βόστρυχον εἰς τὸ μέρος ἐκ τοῦ ὁποίου ἀπεκόπη, Αἰσχύλ. Χο. 230· πρὸς τὴν τ. μεταστρέφειν, πρὸς τὸ μέρος τὸ ἀποτμηθέν, Πλάτ. Συμπ. 190Ε, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 4. 2) παρὰ τοῖς Μαθηματικοῖς ὁ κύκλος εἶναι τομὴ τῆς σφαίρας, ἡ κωνικὴ τομὴ εἶναι τομὴ τοῦ κώνου, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 3. 5, 3, Προβλ. 15. 7, 3· ἡ γραμμή, καθ’ ἣν δύο ἐπίπεδα τέμνουσιν ἄλληλα, Ἐκκλ., κλπ.· πρβλ. Ἄρατ. 322, Ἀνθ. Π. παράρτ. 92. 3) ἡ τομὴ ἢ διαίρεσις ἡ μεταξὺ τοῦ σώματος καὶ τῆς κεφαλῆς τῶν ἐντόμων (ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα ἔντομα, insecta), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 6. ΙΙ. τὸ κόπτειν, κόψιμον, ἐν τομᾷ σιδήρου, διὰ τοῦ κτυπήματος τοῦ σιδήρου, Σοφ. Τρ. 887· πελέκεως τ. Εὐριπ. Ἠλ. 160 φασγάνου τομαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1101· ἡ ἀποκοπή, τὸ ἀποκόπτειν ἢ κατακόπτειν, ξύλου Σοφ. Τρ. 700. 2) μάλιστα ἐπὶ χειρουργικῆς ἐγχειρήσεως, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 904, Πλάτ., κλπ.· τομῇ χρῆσθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 406D· καῦσις καὶ τ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828· ― ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, Πινδ. Π. 3. 95, Εὐριπ. Ἀποσπ. 407. 6· τὰς θεραπείας... διὰ καύσεών τε καὶ τομῶν Πλάτ. Πρωτ. 354Α, πρβλ. Τίμ. 65Β. 3) ἐκτομή, εὐνουχισμός, Λουκ. Φιλοψευδ. 2 (πρβλ. τέμνω Ι. 4). 4) τ. φαρμάκων, τὸ κατακόπτειν τὰ φάρμακα, κοπάνισμα αὐτῶν (πρβλ. τομαῖος), Κόνων ἐν Φωτ. Βιβλ. 134. 12. 5) κλάδευμα, κλάδευσις, ἀμπέλων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 14, 2. 6) σκυτῶν τ., τὸ κόπτειν εἰς ὡρισμένον σχῆμα τὸ δέρμα, Πλάτ. Χαρμ. 173D. ΙΙΙ. ἀποκοπή, ἀποχωρισμός, τ. καὶ διάκρισις ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 61D, πρβλ. 80Ε· τ. ἀριθμοῦ, διαίρεσις, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 738Α· τομὴν ἔχειν ἔν τινι, ἐπιδέχεσθαι διαφοράν..., αὐτόθι 944Β, πρβλ. Πολιτικ. 261Α. 2) λογικὴ διαίρεσις, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 12, 9, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 11. 3) μεταφ., συντομίαἀκρίβεια περὶ τὴν ἔκφρασιν, Εὐνάπ. 19. 3. IV. ἐγκοπή, ἐντομή, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 50, 6· ― μεταφορ., τραῦμα, πόλις δέχεται τ. Πλουτ. Κοριολ. 16, πρβλ. Περικλ. 11. 2) ἡ ἐν τῇ στιχουργίᾳ τομῆ, caesura, Εὐστ. 740. 2· «τομαὶ δὲ στίχων εἶναι πέντε πενθημερής, ἐφθημερής, τρίτη τροχαϊκή, τετάρτη τροχαϊκή, καὶ βουκολική» Δράκων σελ. 126, Ἑρμογ. Ρητ. 379, 21, Ἀριστείδ. Κόϊντ. 53, 54, 51, 52, κλπ. V. ἄκρα, ἄκρον, Ἀρρ. Τακτ. 15.