κλυτός
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
English (LSJ)
ή, όν (but κλυτὸς Ἱπποδάμεια, κλυτὸς Ἀμφιτρίτη, Il.2.742, Od.5.422): (κλέω A):—
A renowned, glorious, in Ep., etc., freq.as epith. of gods and heroes, κ. ἐννοσίγαιος Il.9.362; Ἀμφιγυήεις Hes.Op. 70; Ἑρμᾶς Pi.P.9.59; Ἀθάνα B.16.7; Νηρέος κόραι ib.101; Ἀχιλλεύς Il.20.320; Ὀδυσεύς Od.24.409; also κλυτὰ φῦλ' ἀνθρώπων Il.14.361; κ. ἔθνεα νεκρῶν Od.10.526; ὄνομα κ. a glorious name, 9.364 (expld. by Sch. as the name by which one is called); of cities, etc., Ἄργος Il.24.437; Ἰταλία S.Ant.1118; πόλις E.IA263. 2 of things, noble, splendid, ἄλσος Od.6.321; δώματα Il.2.854, etc.; λιμήν Od.10.87, 15.472; αἰθήρ B.16.73; ἀγγελίαν Pi.O.14.21; ἐπικωμίαν ὄπα Id.P.10.6; of animals, κ. μῆλα Od.9.308; κλυτοῖς αἰπολίοις S.Aj. 375; κ. ὄρνις, = ἀλεκτρυών, Hsch., cj. in Nic.Fr.68.2: freq. of the works of human skill, κλυτὰ ἔργα Od.20.72; εἵματα 6.58; τεύχεα Il. 5.435; δαίς, ἀοιδαί, φόρμιγξ, Pi.O.8.52 codd., N.7.16, I.2.2; ἔναρα S. Aj.177; χρήματα Crates Theb.10.6.—Used by Trag. only in lyr.
German (Pape)
[Seite 1457] adj. verb. zu κλύω, auch 2 Endgn, Il. 2, 742 Od. 5, 422, eigtl. gehört, von dem man hört oder gehört hat, daher – a) berühmt, ruhmvoll; Hom. von Göttern und Helden, Ἐννοσίγαιος Il. 9, 362, Ἀμφιγυήεις Hes. O. 70, Ἀχιλλεύς Il. 20, 320, Ὀδυσσεύς Od. 24, 209, τέκτων Il. 23, 712, auch κλυτὰ φῦλ' ἀνθρώπων, 14, 361, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν, Od. 10, 526; Ἑρμᾶς Pind. P. 9, 61; κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν Ol. 11, 97; aber κλ. Ἐρινύς ist = die leicht hört, die wache, Aesch. Ch. 641; – auch von Städten, Ἄργος Il. 24, 437, u. von anderen Dingen, die in ihrer Art vorzüglich sind, bes. von trefflicher Arbeit der Menschenhände, Waffen, Kleidern u. dgl., ἄλσος Il. 6, 321; δώματα 2, 854, εἵματα Od. 6, 58, δῶρα 8, 417. ἔργα 20, 72; ὄνομα κλυτόν 9, 364, wird von Alten erkl. als der Name, bei welchem man genannt wird, αἰών. Pind. P. 6; φόρμιγξ I. 2. 2; αἶσα Ol. 6. 102. δαίς 8, 52 u. öfter; κλυτὰν Ἰταλίαν Soph. Ant. 1105; κλυτῶν ἐνάρων Ai. 177; Θρονιάς Eur. I. A. 263. – b) was sich dem Gehör stark vernehmlich macht, laut rauschend, lärmend, wie einige Alte κλυτὸν λιμένα, Od. 10, 87. 15, 472, den rauschenden Hafen, κλυτὰ μῆλα, die lärmenden Heerden, 9, 308, wie Soph. Ai. 368 κλυτὰ αἰπόλια, auch κλυτὸς Ἀμφιτρίτη, Od. 5, 422, die brausende erklären, u. κλυτὸς ὄρνις, der laut krähende Hahn, von Hesych. angeführt wird. Auch in diesen Vrbdgn ist aber wohl die Bdtg berühmt vorzuziehen. – Vgl. κλειτός, welchem Worte κλυτός in der Bdtg ganz entspricht. S. Buttm. Lezil. I, 93.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτός: -ή, -όν, ἀλλὰ κλυτὸς Ἱπποδάμεια, κλυτὸς Ἀμφιτρίτη Ἰλ. Β. 742, Ὀδ. Ε. 422· (κλύω)· ― κυρίως ἀκουστός, ἠχηρός, μεγαλόφωνος, (ὥς τινες ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ἐν Πινδ. Ο. 14. 31, Π. 10. 10, Αἰσχύλ. Χο. 651, ἴδε κατωτ. 2)· ἀλλά, καθόλου, «ἐξακουστός», περὶ οὗ ἤκουσεν ἢ ἀκούει τις, δηλ. περίφημος, διάσημος, ὀνομαστός, ἔνδοξος, παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῶν θεῶν καὶ ἡρώων· ― ὡσαύτως τῶν ἀνθρώπων ἐν συνόλῳ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κατώτερα ζῷα, κλυτὰ φῦλ’ ἀνθρώπων Ἰλ. Ξ. 361· κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526· συχνάκις ὡσαύτως, ὄνομα κλυτόν, ἔνδοξον (ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Ι. 364, κατὰ τὸν Σχολ., ὄνομα κλυτόν, σημαίνει τὸ ὄνομα δι’ οὗ καλεῖταί τις)· ἐπὶ πόλεων, κλυτὸν Ἄργος Ἰλ. Ω. 437. 2) ἀκολούθως καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὡς τὸ κλειτός, λαμπρός, μεγαλοπρεπής, ὡραῖος, ἄλσος Ὀδ. Ζ. 321· δώματα Ἰλ. Β. 854, κ.τ.λ.· λιμὴν Ὀδ. Κ. 87., Ο. 472· κλυτὰ μῆλα Ι. 308· κλυτοῖς αἰπολίοις Σοφ. Αἴ. 375, (ἂν καὶ ἐν τοῖς τελευταίοις τούτοις παραδείγμασιν ἑρμηνεύουσί τινες διὰ τοῦ θορυβώδης, παραβάλλοντες κλ. ὄρνις = ἀλεκτρυών, παρ’ Ἡσυχ., ἴδε ἐν ἀρχ.)· ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἰδίως ἐπὶ τῶν ἔργων τῆς ἀνθρωπίνης δεξιότητος, οἷον ἐπὶ ὅπλων καὶ ἐνδυμάτων, κλυτὰ ἔργα, εἵματα, τεύχεα· συχνάκις οὕτω παρὰ Πινδ. δαίς, ἀοιδαί, φόρμιγξ, κτλ., Ο. 8. 69. Ν. 7. 24, Ι. 2. 4, κτλ.· καὶ ἐνίοτε παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Σοφ. Ἀντ. 1118, Αἴ. 177, 375, Εὐρ. Ι. Α. 263. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἴδε Buttm. Λεξίλ. ἐν λέξ. κλειτός, προσθῆκ. ― Ἡ μόνη διαφορὰ παρ’ Ὁμ. μεταξὺ τοῦ κλειτὸς καὶ κλυτὸς φαίνεται ὅτι κεῖται εἰς τὴν ποσότητα, Buttm. αὐτόθι.