πέπων

From LSJ
Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπων Medium diacritics: πέπων Low diacritics: πέπων Capitals: ΠΕΠΩΝ
Transliteration A: pépōn Transliteration B: pepōn Transliteration C: pepon Beta Code: pe/pwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος : Comp. and Sup. πεπαίτερος, -τατος :—prop. of fruit,

   A cooked by the sun, ripe, B.Fr.34, Hdt.4.23, S.Fr.181 ; ἄπιος Alex.33.5 (Sup.); opp. ὠμός, Ar.Eq.260, X.Oec.19.19 ; of wine, mellow, Ar.Fr.579, etc.; πέπονα ποιεῖν τινα, by beating him, Com.Adesp.125.    b of abscesses, ripe, ready to suppurate, Hermipp. 30.    2 σίκυος π. a kind of gourd or melon, not eaten till quite ripe (whereas the σίκυος was eaten unripe), Hp.Morb.3.17, Vict.2.55, Pl. Com.64.4, Anaxil.36, Arist.Pr.926b4, Diocl.Fr.120; πέπων alone distd. from σίκυος, τοὺς σικύους καὶ τοὺς πέπονας LXXNu.11.5, cf. Speus. ap. Ath.2.68e, Phan.Hist.34, Dsc.2.135, etc.: prov., μαλθακώτερος πέπονος σικύου Theopomp.Com.72 ; ἀνὴρ ἐκεῖνος ἦν πεπαίτερος μόρων A.Fr.264 ; π. ἀπίοιο Theoc.7.120.    II metaph., as always in Hom. (more freq. in Il. than in Od.), and in Hes., in addressing a person, mostly as a term of endearment or familiarity, kind, gentle, πέπον Καπανηϊάδη Il.5.109 ; Κύκνε πέπον Hes.Sc.350 ; ὦ πέπον good brother!, gentle sir!, Il.6.55, 9.252, Hes.Th.544, 560, etc.; κριὲ πέπον my pet ram (says Polyphemus), Od.9.447 : Comp., of a ἑταίρα, Xenarch.4.9 : in bad sense, ὦ πέπονες ye weaklings! Il.2.235.    2 mild, less acrid, ῥεύματα Hp.VM19 (Comp.) : hence metaph., mild, gentle, πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος A.Ag.1365 ; μόχθος πέπων softened pain, S.OC437, etc.: c. dat., ἐχθροῖσι π. gentle to thy foes, A.Eu.66. (Cf. πέπειρος, πέσσω.)

German (Pape)

[Seite 561] ονος (πέπτω, πέσσω), 1; eigtl. von Früchten, von der Sonne gekocht, also reif, weich, mürbe; Soph. fr. 190; Her. 4, 23; bei Ar. dem ὠμός entgeggstzt, Equ. 260 Par 1132; πέπονες βότρυς, Xen. Oec. 19, 19; Theophr. u. Sp. – Bes. σίκυος πέπων, auch πέπων allein, eine gurken- od. melonenähnliche Frucht, Pfebe od. Angurie, die nur reif gegessen wurde, während man die eigentliche Gurke, σίκυος, unreif aß, vgl. Ath. II c. 78 (68); daher sprichwörtlich als Bezeichnung der größten Weichheit, πέπονος μαλακώτερος, Ath. a. a. O., übh. weichlich, zart. – 2; Bei Hom. u. Hes. immer in übertragener Bdtg, nur in der Anrede, πέπον, ὦ πέπον, u. plur. ὦ πέπονες, bald allein, bald bei einem subst., gew. in gutem Sinne, als freundliche, schmeichelnde Anrede od. Begrüßung, Il. 5, 109. 6, 55 u. öfter, trauter, lieber; auch einmal vom Polyphem an seinen Widder gerichtet, κριὲ πέπον, trauter Widder, Od. 9, 447. Ader Il. 2, 235, ὦ πέπονες, κάκ' ἐλέγχε', Ἀχαιΐδες, οὐκέτ' Ἀχαιοί, im schlimmen Sinne, weichlich, feig, vgl. 13, 120; u. so auch Hes. Sc. 350; vgl. Th. 544. 560, wo auch die tadelnde Beziehung nahe liegt. – Mild, freundlich heißt es auch Aesch. Eum. 66, ἐχθροῖσι τοῖς σοῖς οὐ γενήσομαι πέπων; auch von Sachen, ὅτ' ἤδη πᾶς ὁ μόχθος ἦν πέπων, Soph. O. C. 438. – Der compar. πεπαίτερος u. superl. πεπαίτατος ist oben bes. aufgeführt.

Greek (Liddell-Scott)

πέπων: -ον, γεν. -ονος· συγκρ. καὶ ὑπερθ. πεπαίτερος, -ατος· - κυρίως ἐπὶ καρποῦ, ὁ ὑπὸ τοῦ ἡλίου πεπανθείς, ὥριμος, Λατ. mitis, Ἡρόδ. 4. 23, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2, 4, Σοφ. Ἀποσπ. 190· ἀντίθετον τῷ ὠμός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 260, Ξεν. Οἰκ. 19, 19· ἐπὶ οἴνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563, κτλ.· πέπονα ποιεῖν τινα, διὰ μαστιγώσεως, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 285· β) ἐπὶ ἀποστημάτων, ὥριμος, ἕτοιμος πρὸς ἐμπύησιν, Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 3· πρβλ. πεπαίνω Ι. 3, πέπανσις. 2) σικυὸς πέπων, τὸ «πεπόνι», ὅπερ μόνον ὥριμον τρώγεται, ἐν ᾧ ὁ κοινὸς σικυὸς (δηλ. τὸ ἀγγοῦρι) τρώγεται μὴ ὥριμος, Ἱππ. 497. 21, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λαΐῳ» 1, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 3, Ἀριστ. Προβλ. 20. 32, 1, κτλ.· (ὡσαύτως μόνον πέπων παρ’ Ἀθην. 68Ε)· παροιμ., μαλθακώτερος πέπονος σικυοῦ Θεόπομπ. ἐν Ἀδήλ. 5· οὕτω, πεπαίτερος μόρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244· π. ἀπίοιο Θεόκρ. 7. 120. ΙΙ. μεταφορ., ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (συχνότερον ἐν τῇ Ἰλ. ἢ ἐν Ὀδ.) καὶ παρ’ Ἡσ., ἐν προσφωνήσει πρὸς ἄνθρωπον, κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς λέξις ἐκφράζουσα στοργήν, «καλέ μου», πέπον Καπανηιάδη Ἰλ. Ε. 109· ὦ πέπον Ζ. 55, Ι. 252, κτλ.· κριὲ πέπον, «καλό μου κριάρι» (λέγει ὁ Πολύφημος), Ὀδ. Ι. 447· - ἐπὶ κακῆς σημασ., μαλθακός, ὦ πέπον, ὦ Μενέλαε Ἰλ. Ζ. 55· ὦ πέπονες, μαλθακοί, Β. 235· Κύκνε πέπον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 350, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Θ. 544, 560· - ἅπαξ οὕτω παρὰ Τραγ., πέπον, φίλε μου! Σοφ. Ο. Κ. 515. 2) ἤπιος, ἧττον δριμύς, ῥεῦμα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· - ἀκολούθως μεταφορ., Ἀττ., ἤπιος, μαλακός, πρᾶος, πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1365· μόχθος πέπων, πόνος κατευνασθείς, Σοφ. Ο. Κ. 437, κτλ.· μετὰ δοτ., ἐχθροῖς π., ὁ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς πρᾶος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 66. (Πρβλ. πέπειρος, καὶ περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. πέσσω).